Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ενα σταθερό μήνυμα ευρωπαϊκής και διατλαντικής ενότητας στέλνουν τα τελευταία 24ωρα τόσο ευρωπαϊκά όσο και αμερικανικά χείλη σε ό,τι αφορά την Ουκρανία. Και εν τούτοις, από τις πράξεις, αν όχι από τα λόγια, της ΕΕ και της Ουάσιγκτον καθίσταται σαφές πως οι δύο πλευρές αποκλίνουν στις εκτιμήσεις τους για το πόσο επικείμενη είναι μία (νέα) ρωσική επίθεση στη χώρα. Λίγο αφότου διέταξε να εγκαταλείψουν την Ουκρανία οι οικογένειες των αμερικανών διπλωματών στο Κίεβο, το Πεντάγωνο έθεσε σε «αυξημένη επιφυλακή» 8.500 αμερικανούς στρατιώτες, διευκρινίζοντας πως οι τελευταίοι είναι έτοιμοι να αναπτυχθούν άμεσα στην Ευρώπη, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και κατόπιν δικής του απόφασης, σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Σε αντιδιαστολή, η ΕΕ αποφάσισε να μην προχωρήσει σε απομακρύνσεις πολιτών της από το Κίεβο επισημαίνοντας πως «δεν υπάρχει κάτι νέο ή που να μπορεί να αυξήσει την αίσθηση του φόβου», ενώ ευρωπαίοι υπουργοί και σύμβουλοι επιμένουν στην εκτίμηση πως μία διπλωματική λύση παραμένει δυνατή. Ο Εμανουέλ Μακρόν βρέθηκε χθες στο Βερολίνο προκειμένου να συντονίσει τη στάση του με τον Ολαφ Σολτς, σήμερα πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο Παρίσι τετραμερής συνάντηση πολιτικών συμβούλων από τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία στο πλαίσιο του φορμάτ της Νορμανδίας, ενώ ο γάλλος πρόεδρος πρόκειται να έχει την Παρασκευή τηλεφωνική επικοινωνία με τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Αρκετοί αναλυτές, άλλωστε, θεωρούν πως μία ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα ξεκινούσε έναν πόλεμο που ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν έχει την πολυτέλεια να διεξαγάγει: μία κατάληψη και κατοχή σημαντικού μέρους της ουκρανικής επικράτειας, επισημαίνουν, θα μπορούσε να παγιδέψει τη Ρωσία σε έναν ατελείωτο πόλεμο καταστολής εναντίον ενός κινητοποιημένου ουκρανικού έθνους που ήδη εκπαιδεύει πολίτες του στον άτακτο πόλεμο. Σύμφωνα ωστόσο με άλλους αναλυτές, υπέρτατος σκοπός μιας ρωσικής επίθεσης δεν θα είναι πιθανότατα η μόνιμη κατοχή μεγάλων τμημάτων της Ουκρανίας αλλά η παράλυση, το «σακάτεμα» του ουκρανικού στρατού, που θα υποχρέωνε το Κίεβο να απαρνηθεί τους εντεινόμενους δεσμούς του με το ΝΑΤΟ και να παραχωρήσει περισσότερα εδάφη στους ρώσους αυτονομιστές στην Ανατολική Ουκρανία: μία ενδεχόμενη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, συνοψίζουν, δεν θα ακολουθήσει το μοντέλο της Κριμαίας, από το 2014, αλλά το μοντέλο της Γεωργίας, από το 2008.
Οπως και η διαμάχη στην Ουκρανία, σημειώνει ο Σεμπάστιαν Ρόμπλιν στον ιστότοπο 19fortyfive, ο 12ήμερος ρωσογεωργιανός πόλεμος περιστράφηκε γύρω από τη στρατιωτική στήριξη της Μόσχας στους φιλορώσους αυτονομιστές που ήλεγχαν δύο περιοχές στα σύνορα της Γεωργίας με τη Ρωσία, τη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία. Υποκύπτοντας στις εσκεμμένες ρωσικές προκλήσεις, ανάμεσά τους και ένας βομβαρδισμός με πυροβολικό, η Τιφλίδα ξεκίνησε άκριτα την ευρύτερη σύρραξη με μία επίθεση στο Τσχινβάλι, την πρωτεύουσα της Νότιας Οσετίας, και παραπλεύρως, την εκεί ρωσική στρατιωτική παρουσία. Η αντεπίθεση της Ρωσίας εκδίωξε γρήγορα τον γεωργιανό στρατό από το Τσχινβάλι - χωρίς να σταματήσει βέβαια εκεί. Αεροπορικές επιθέσεις και βαλλιστικοί πύραυλοι έπληξαν στόχους ανά τη Γεωργία, σκοτώνοντας περισσότερους από 200 αμάχους, και οι ρωσικές δυνάμεις άνοιξαν παράλληλα ένα δεύτερο μέτωπο μέσω της Αμπχαζίας. O γεωργιανός στρατός ουσιαστικά εξουδετερώθηκε και τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν χωρίς αντίσταση τις πόλεις Γκόρι, στην Κεντρική Γεωργία, καθώς και το λιμάνι Πότι. Μόλις 56 χιλιόμετρα χωρίζουν το Γκόρι από την Τιφλίδα. Σκοπός της Μόσχας ωστόσο δεν ήταν η κατάληψη όλης της Γεωργίας. Αντ' αυτού, στις 12 Αυγούστου, η Τιφλίδα συμφώνησε σε κατάπαυση του πυρός. Οι ρωσικές δυνάμεις κατέστρεψαν ακόμα περισσότερο εγκαταλελειμμένο γεωργιανό στρατιωτικό εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένου σχεδόν ολόκληρου του γεωργιανού ναυτικού, προτού αποσυρθούν, έχοντας εξουδετερώσει τον γεωργιανό στρατό και έχοντας διασφαλίσει την ουσιαστική προσάρτηση των δύο αυτονομιστικών περιοχών στη Ρωσία.
«Η πιθανότερη εναλλακτική επιλογή χερσαίας επίθεσης», γράφει στον ιστότοπο του αμερικανικού Foreign Policy Research Institute ο στρατιωτικός αναλυτής Ρομπ Λι επιστρέφοντας στο σήμερα, τη Ρωσία και την Ουκρανία, «είναι να επικεντρωθεί ο ρωσικός στρατός στην καταστροφή των ουκρανικών στρατιωτικών μονάδων ανατολικά του Δνείπερου ποταμού, προκαλώντας σημαντικές απώλειες, παίρνοντας αιχμαλώτους πολέμου, καταστρέφοντας στρατιωτικό εξοπλισμό και αποδυναμώνοντας τις αμυντικές δυνατότητες. Το σενάριο αυτό θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει μία σχεδιασμένη απόσυρση, πιθανόν έπειτα από μία με δύο εβδομάδες. Θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει την κατάληψη εδαφών έξω από το Κίεβο και την απειλή της πρωτεύουσας, εκτός αν ικανοποιηθούν οι ρωσικές αξιώσεις. Μία τέτοια επιχείρηση θα έμοιαζε περισσότερο με μία πιο επιθετική εκδοχή του πολέμου της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008 παρά με την προσάρτηση της Κριμαίας».
Η προετοιμασία και η αντίσταση
Η Ουκρανία έχει βέβαια τετραπλάσιο πληθυσμό από τη Γεωργία, άρα και μεγαλύτερη δυνατότητα αντίστασης. Η κλίμακα του πολέμου αυτού θα ήταν πολύ μεγαλύτερη και θα κατέληγε πιθανότατα σε χιλιάδες, όχι μερικές εκατοντάδες θανάτους. Δεδομένου του εύρους των στρατιωτικών προετοιμασιών της, των τουλάχιστον 100.000 στρατιωτών που έχει αναπτύξει στα σύνορα με την Ουκρανία, των ταγμάτων που έχει στείλει στη Λευκορωσία, των αμφίβιων αποβατικών που μοιάζει να στέλνει στη Μαύρη Θάλασσα, είναι προφανές ότι η Ρωσία έχει λάβει υπόψη της αυτή τη διαφορά. Ενδεχομένως να υποτιμά όμως έναν σημαντικό παράγοντα: παρότι η ρωσική δύναμη πυρός είναι κατά πολύ μεγαλύτερη, οι δυνάμεις του Κιέβου έχουν σκληραγωγηθεί από τα οκτώ χρόνια μαχών στην Ανατολική Ουκρανία. Αυτό σημαίνει ότι είναι ικανότερες από ό,τι το 2014 και λιγότερο επιρρεπείς στην ταχεία κατάρρευση που καταγράφηκε στη Γεωργία. Αν συνυπολογίσει κανείς τους αλληλέγγυους προς το Κίεβο ξένους παράγοντες, τότε κατανοεί πως η Μόσχα μπορεί να μην έχει τον «σύντομο, νικηφόρο πόλεμο» στον οποίο ενδεχομένως ευελπιστεί.