«Ανησυχώ ενεργά, για να έχω ήσυχη τη συνείδησή μου»
O συγγραφέας και μεταφραστής, που μας σύστησε, εκτός άλλων, τον Μπόρχες, μιλάει για τις πάγιες αναφορές του από την τέχνη, τον πλούτο της παιδικής ηλικίας, τη σύγχρονη Αριστερά
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης είναι από τους πιο δραστήριους και παραγωγικούς ανθρώπους των σύγχρονων γραμμάτων μας. Οπαδός της μικρής φόρμας, μεταφραστής μεγάλων συγγραφέων, λάτρης του κινηματογράφου και της μουσικής, ενεργός πολίτης, φανατικός Ολυμπιακός. Πρόσφατα αναγορευτήκατε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, καθώς και Officier des Arts et des Lettres από το γαλλικό κράτος. Οπως μας είπε ο ίδιος: «Και οι δύο αυτές διακρίσεις έχουν το πολύ τιμητικό χαρακτηριστικό ότι δεν επιβραβεύουν ένα μεμονωμένο έργο που μπορεί και να είναι ένα τυχαία επιτυχές πυροτέχνημα, αλλά, αναγνωρίζουν μια πολύχρονη πίστη και αφοσίωση στο λειτούργημα της μετάφρασης».
Η ψηλόσωμη φιγούρα του διακρίνεται από μακριά. Με το αεικίνητο ύφος του και τη βαριά «τσιγαράτη» φωνή του, είναι φιλικός και πάντα έτοιμος για ένα μεγάλο χαμόγελο. Ενας ταξιδιώτης λέξεων και εικόνων. Ο φόβος του κορωνοϊού διάχυτος στις αρχικά συγκρατημένες κινήσεις στο ηλίολουστο πρωινό με κρύο. Σε μια καθημερινότητα με πιστοποιητικά η πανδημία αφήνει τα σημάδια της, τόσο όσο να νιώσει ο σύγχρονος άνθρωπος ότι δεν είναι άτρωτος: «Υποθέτω ότι πρέπει να αισθάνεται πως έκανε μεγάλο λάθος που αισθανόταν άτρωτος. Οσο για το πώς ζω εγώ αυτή την πρωτόφαντη κατάσταση, μπορώ να πω ότι, από τη μια, ως ιδιαίτερα εκδηλωτικός και διαχυτικός άνθρωπος νοσταλγώ την επαφή, την αγκαλιά με τον άλλον, κι από την άλλη, η (έτσι κι αλλιώς κατά μόνας) συγγραφική και μεταφραστική μου δραστηριότητα όχι μόνο δεν ανακόπηκε ποτέ, αλλά και εντάθηκε».
Για τον Αχιλλέα Κυριακίδη το ενδιαφέρον για τις τέχνες δεν έχει σύνορα. Γι' αυτό και οι βασικοί οδοδείκτες του πλούσιου βίου του ποικίλλουν, μα στο τέλος μοιάζουν τόσο ταιριαστοί: «Κατ' αρχάς ο γάμος μου. Η γέννηση των παιδιών μου. Κάθε φίλος που μπήκε στη ζωή μου και κούρνιασε εκεί. Το πρώτο μου βιβλίο. Η πρώτη φορά που διάβασα Κάφκα, Ντοστογέφσκι, Μπόρχες, Φλομπέρ, Μάρκες, Φόκνερ, Βιζυηνό, τα Τρία κρυφά ποιήματα του Σεφέρη και το Αγγέλιασμα του Βασιλικού. Η πρώτη φορά που είδα τον Πολίτη Κέιν, τον Λόγο του Ντράγερ και τη Θυσία του Ταρκόφσκι. Η πρώτη φορά που είδα τις Meninas του Βελάσκεθ και τους Μαύρους πίνακες του Γκόγια. Η πρώτη φορά που άκουσα Μότσαρτ, Μπάρτοκ, τον Κανόνα του Πάχελμπελ και το Αξιον εστί του Θεοδωράκη».
Αν γυρίσει ο χρόνος πίσω, θα φτάσουμε μέχρι το Κάιρο της Αιγύπτου. Εκεί όπου ήρθε στον κόσμο ο μετέπειτα συγγραφέας, μεταφραστής και κινηματογραφιστής. «Γεννήθηκα στο Κάιρο όπου έζησα μέχρι τα δεκατέσσερά μου, οπότε και μετεγκατασταθήκαμε οικογενειακώς στην Αθήνα. Μεγάλωσα στους κόλπους μιας μικροαστικής οικογένειας, με τη στοργή του μεγαλύτερου αδελφού μου, την υπερπροστασία της μητέρας μου και την οιονεί "απουσία" ενός υπέροχου πατέρα που ζούσε τη μελαγχολία της πρόωρης εγκατάλειψης μιας λαμπρής σταδιοδρομίας βαρυτόνου». Η επαφή με τα γράμματα ήρθε πολύ νωρίς, από τα πρώτα χρόνια του σχολείου. «Τα διαβάσματά μου στην Αίγυπτο περιορίζονταν στα σχολικά αναγνώσματα, στα Κλασσικά Εικονογραφημένα, στις κόκκινες σκληρόδετες περιπέτειες του Ιουλίου Βερν κ.ά. Εκεί, πάντως, όχι απλώς "επηρεασμένος" από τον Ντίκενς, ξεκίνησα να γράφω ένα μυθιστόρημα που διαδραματιζόταν στην Αγγλία του 19ου αιώνα, Το παιδί με το φουλάρι. (Εχω ακόμα δύο τετράδια, γεμάτα λέξεις που το μολύβι τους δεν εξαχνώνεται πιο γρήγορα απ' ό,τι η ζωή μου.)».
Από το μολύβι, στις γλώσσες. Ο πρώτος οικουμενικός έρωτας του Αχιλλέα Κυριακίδη που τον σημάδεψε. «Από πολύ μικρός, έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει σ' αυτή την οικουμενική μητρόπολη που είναι το Κάιρο, χρειάστηκε να μάθω (εκτός απ' τα ελληνικά που μιλούσαμε στο σπίτι) και αραβικά (ευλόγως) και γαλλικά (τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαμε στις συναλλαγές με καταστήματα του κέντρου της πόλης ή με ταμεία κινηματογράφων, αλλά και αξιοποιούσαμε για να διαβάζουμε τους υποτίτλους στις αγγλόφωνες ταινίες). Λίγο αργότερα μπήκαν και τα αγγλικά στη ζωή μου, όχι μόνο γιατί τα διδάχθηκα συστηματικά στο γυμνάσιο, αλλά και γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να ξέρω τι διάολο σήμαιναν αυτό το "Only you can make my dreams come true" ή το "And Marie's the name of his latest flame" που σιγοτραγουδούσα. Οταν ήρθα στην Ελλάδα, έφερα αυτές τις βασικές γνώσεις μαζί μου (τα αραβικά, δυστυχώς, δεν χωρούσαν στην αποσκευή μου) και τις ανέπτυξα μόνος μου, διαβάζοντας μανιωδώς αγγλόφωνα και γαλλόφωνα βιβλία στο πρωτότυπο. Κάποια στιγμή, στις αρχές της δεκαετίας 1970, ένας αμερικανός φίλος μού χάρισε ένα βιβλιαράκι Penguin, με τον προκλητικό τίτλο Labyrinths κάτω από ένα ευγενές και, ταυτοχρόνως, εξωτικό όνομα (Jorge Luis Borges) και πάνω από έναν ψυχεδελικό πίνακα κάποιου κουβανού(!) ζωγράφου, φωτογραφισμένο από τον Κρις Μαρκέρ! Ηταν η πρώτη μου επίσκεψη στον Πλανήτη Τλον, η πρώτη μου συνδρομή στη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ, η πρώτη μου παρουσία στην κλήρωση του βαβυλωνιακού λαχείου, η αρχή μιας θητείας που δεν λέει να "έχει τέλος" και μου έμαθε να διαβάζω αλλιώς τον κόσμο, αλλά και η γέννηση μιας επείγουσας ανάγκης να μάθω ισπανικά για να μπορώ να διαβάζω στη γλώσσα του αυτόν τον θεό που είχα ανακαλύψει και είχα αποφασίσει να λατρεύω».
Η περιπέτεια με την ενασχόληση της μετάφρασης δεν άργησε να έρθει. «Το πρώτο βιβλίο που μετέφρασα, ήταν το Viva la muerte! αυτού του ιδιοφυούς και θεοπάλαβου αναρχικού, του Αραμπάλ, αφού είχα παρακολουθήσει συνεπαρμένος μια εκπληκτική παράσταση στο Old Vic του Λονδίνου του έργου του Ο αρχιτέκτονας και ο αυτοκράτορας της Ασσυρίας. Κανείς από τους δύο-τρεις εκδότες στους οποίους απευθύνθηκα δεν θέλησε να το εκδώσει, λόγω θέματος. Ηταν το 1971... Αργότερα μετέφρασα διηγήματα αμερικανών συγγραφέων (Σάλιντζερ, Απντάικ, Μπόλντουιν κ.ά.) που δημοσιεύονταν τακτικά στο περιοδικό Εποπτεία, και ένα, του Σολ Μπέλοου, στην Καθημερινή, σε συνέχειες, όταν ο Μπέλοου πήρε το Νόμπελ (1976). Μετά την αποκάλυψη Μπόρχες, φρόντισα να προμηθευτώ τα δύο τελευταία διηγήματα που είχε μόλις δημοσιεύσει, τα μετέφρασα και τα πρότεινα στον Θανάση Χαρμάνη των Εκδόσεων Υψιλον. Αποτέλεσμα ήταν η δίγλωσση έκδοση Ρόδινο και Γαλάζιο (1982) και η απαρχή άλλων 140 μεταφράσεων που ακολούθησαν».
Η μετάφραση ως «δημιουργική ανάγνωση»
Εκτοτε ο Αχιλλέας Κυριακίδης ταξιδεύει ανάμεσα στις κουλτούρες και τις παραστάσεις τους. Αραγε τι κουβαλάει στις αποσκευές του κάθε φορά; «Δέος. Μπορεί η λογοτεχνική συγγραφή να είναι ένα ωραίο παιχνίδι, μια εύκολη ή δύσκολη ή και βασανιστική πασιέντσα, όμως η λογοτεχνική μετάφραση είναι μια δήλωση υποταγής στο γράμμα και το πνεύμα του αλλόγλωσσου συγγραφέα. Γι' αυτό και δεν μπορώ να ορίσω τη μετάφραση παρά μόνο ως "δημιουργική (και όχι αναδημιουργική) ανάγνωση", μιαν ανάγνωση που οφείλει να οδηγήσει στην απόλυτη κατανόηση του πνεύματος και στην κατά δύναμιν απόλυτη πιστότητα της γλώσσας-στόχος στο ξένο γράμμα. Από την άλλη, υπάρχει και η άποψη ότι ο μεταφραστής επανασυγγράφει το έργο που μεταφράζει, με την έννοια της κρατούσας αναγνωστικής θεωρίας την οποία ασπάζομαι και κατά την οποία κάθε έργο "ξαναγράφεται" από κάθε αναγνώστη, του ίδιου του συγγραφέα συμπεριλαμβανομένου, κάθε φορά που διαβάζεται ή ξαναδιαβάζεται».
Καθώς απολαμβάνουμε το ελαφρύ φαγητό μας, δεν γίνεται να μην αναφέρουμε τον Χόρχε-Λουίς Μπόρχες. Απέναντί μου κάθεται αναπαυτικά ο άνθρωπος που τον γνώρισε όσο κανένας. Τι μπορεί να τον τράβηξε στο έργο του μεγάλου Αργεντίνου; «Επειδή φοβάμαι ότι η πλήρης απάντηση σ' αυτή την ερώτηση θα μας φτάσει σε σημείο να πρέπει να παραγγείλουμε και για δείπνο, επιλέγω να της δώσω μια "μικρή φόρμα" για να τιμήσω και τον κολοσσιαίο αυτόν συγγραφέα που δεν έγραψε ποτέ μυθιστόρημα: η οικουμενικότητά του, ο εναγκαλισμός της παγκόσμιας σκέψης και της παγκόσμιας γραμματείας που τον έφερε να δημιουργήσει ένα απόλυτα προσωπικό έργο χωρίς ποτέ ν' αρνηθεί ή να κρύψει τις καταβολές του, δηλαδή χωρίς ν' απαρνηθεί ποτέ την ταπεινότητά του, την ταπεινότητα του μεγάλου δημιουργού».
Για πολλά χρόνια ο Αχιλλέας Κυριακίδης ταυτίστηκε με τον Μπόρχες, σαν δίδυμες πνευματικές ψυχές. «Υπάρχουν κριτικοί που θεωρούν ότι με έχει επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε διήγημά μου να "μυρίζει" Μπόρχες. Διόλου δεν συμφωνώ. Και για να εκφράσω τη διαφωνία μου όσο πιο πανηγυρικά γινόταν, συνέθεσα μια ολόκληρη συλλογή διηγημάτων γραμμένων à la manière de Borges (Το μουσείο των τύψεων, 2018), ένα από τα οποία, μάλιστα, παρουσιάζεται ως γραμμένο από τον Μπόρχες και μεταφρασμένο από μένα». Παρ' όλα αυτά η επίμονη διακειμενικότητα των έργων του Κυριακίδη, έρχεται κατευθείαν από την μπορχεσιανή γλώσσα. «Ναι, ιδίως στο τελευταίο μου βιβλίο, Ελγκαρ (Πατάκης) - είκοσι τέσσερις παραλλαγές σ' ένα θέμα που δεν κατονομάζεται αλλά δεν είναι και πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι είναι το προαιώνιο θέμα κάθε μυθοπλασίας: ο άνθρωπος και η ζωή του από τη γέννησή της έως τον θάνατό της».
Αθεράπευτος εραστής της μικρής θραυσματικής φόρμας, δεν μπήκε στον πειρασμό του πολυσέλιδου μυθιστορήματος, που φαίνεται να μονοπωλεί το ενδιαφέρον των αναγνωστών τελευταία. «Παραλλάσσοντας την απάντηση του Κρίστιαν Γκρέινβιλ σε μιαν αντίστοιχη ερώτηση ("Μια εκτενής απάντηση για τη μικρή φόρμα θα ήταν βλασφημία"), περιορίζομαι σε έναν σχετικό αφορισμό μου που τυχαίνει να θυμάμαι απέξω (είναι περίεργο, αλλά θυμάμαι σελίδες ολόκληρες άλλων συγγραφέων, αλλά όχι δικές μου): Εχει ειπωθεί ότι "στη μικρή φόρμα, αυτή τη σύγχρονη μάστιγα, προσφεύγουν όσοι δεν μπορούν να γράψουν μυθιστόρημα". Διαφωνώ: η σύγχρονη μάστιγα όσων δεν μπορούν να γράψουν μυθιστόρημα είναι το μυθιστόρημα που γράφουν».
«Ο κινηματογράφος είναι βαθιά στο DNA μου»
Οσοι γνωρίζουν τον Αχιλλέα Κυριακίδη, ξέρουν το μόνιμο παράπονό του, είναι προπάντων που δεν έγινε μουσικός. Ενώ ο κινηματογράφος αποτελεί τη μόνιμη συντροφιά του... από καταβολής κόσμου. «Προπάντων - καλά το είπατε. Οπως είπε και ο Βερλέν: "De la musique avant toute chose". Ενώ ο περίφημος αφορισμός του Ουόλτερ Πέιτερ ("Ολες οι τέχνες τείνουν προς την κατάσταση της μουσικής") αναγορεύει, δικαίως, τη μουσική ως υπάτη των τεχνών, εκ μόνου του λόγου ότι αυτή η μοναδική της αφαιρετικότητα (τα έργα της είναι τα μόνα που δεν μπορείς να τα περιγράψεις) τη φέρνει να προσομοιάζει με ό,τι πιο πολύτιμο έχει προικιστεί ο άνθρωπος: τη σκέψη. Πιστεύω πως, αν κάθε άνθρωπος, από καταβολής κόσμου, ήξερε να γράφει μουσική, δεν θα υπήρχε ανάγκη για λογοτεχνία. Οσο για τον κινηματογράφο, είναι βαθιά στο DNA μου: έχω δει ούτε εγώ ξέρω πόσες ταινίες, έχω γράψει ερωτικά κείμενα για δεκάδες απ' αυτές, έχω αγαπήσει μέχρι παραφοράς δημιουργούς αυτής της τόσο γοητευτικά σύνθετης τέχνης, και είχα την ευλογία να μου δοθεί η ευκαιρία να την ασκήσω με όσα «όπλα» (νόμιζα ότι) διέθετα, γυρίζοντας δεκατρείς ταινίες μικρού (τι άλλο;) μήκους».
Η πολιτική δεν είναι ένα πεδίο που τον αφήνει αδιάφορο. Το αντίθετο μάλιστα, είναι μαχητικός για τις ιδέες του και απέχει παρασάγγας από τον όποιο εφησυχασμό. «Μα ποιος είναι ήσυχος πολίτης σήμερα; Εκτός αν θεωρήσουμε ήσυχους αυτούς τους ολίγους (;) που φροντίζουν ώστε όλοι εμείς οι πολλοί να παραμένουμε ανήσυχοι. Ε, λοιπόν, η σχέση μου με την πολιτική είναι ότι "ανησυχώ" όσο πιο ενεργά πρέπει ώστε τουλάχιστον να έχω "ήσυχη" τη συνείδησή μου, κι όσο πιο ενεργά μπορώ ώστε ν' αλλάξουν παγιωμένα αντιδραστικά σχήματα, θεσμοί και σχέσεις». Τελικά η έννοια αριστερός τι μπορεί να περιέχει σήμερα; «Ο,τι περιείχε πάντα: ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, ανθρωπιά. Στην Ελλάδα, περιέχει και πολλή αγανάκτηση, αφού η χώρα κυβερνήθηκε πολλές δεκαετίες από δεξιές μειοψηφίες, ακριβώς επειδή κάποια ανόητα κομματικά στεγανά δεν επέτρεψαν ποτέ μιαν αντιδεξιά συμμαχία που θα παραμέριζε, εν ονόματι μιας μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας, τις εν πολλοίς ανούσιες και εν προκειμένω καταστροφικές "ιδεολογικές" διαφορές τους. Το πολύ πρόσφατο παράδειγμα της Χιλής, όπου συνασπίστηκαν όλα τα αριστερά κόμματα για να μην εκλεγεί στην προεδρία της χώρας ο φασίστας υποψήφιος, και το αντιπαράδειγμα της Ελλάδας όπου σε υψηλότατες κυβερνητικές θέσεις υπηρετούν δεδηλωμένοι ακροδεξιοί, εντείνουν την αγανάκτηση. Και την πίκρα».
«Πώς μπορεί να υπάρχει ρουτίνα στο γράψιμο;»
Γυρίζοντας πίσω στη γραφή, υπάρχει η περήφημη ρουτίνα του συγγραφέα που τόσοι διαλαλούν πως την ακολουθούν κατά γράμμα; «Μα πώς μπορεί να υπάρχει ρουτίνα στο γράψιμο; Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω κάποιους συγγραφείς που ομολογούν τι ώρα ξυπνάνε, τι ώρα κάθονται να γράψουν με τον πρώτο καφέ, τι ώρα πέφτουν για τη σιέστα, τι ώρα ξανακάθονται να γράψουν. Εγώ είμαι το ακριβώς αντίθετο, χώρια που δεν γράφω ποτέ στο σπίτι μου αλλά στα cafés όπως αυτό καλή ώρα, ακούγοντας τον βόμβο της ζωής. Κι ο λόγος είναι γιατί τρέφομαι, ζωογονούμαι, εμπνέομαι από την παρουσία γύρω μου ανθρώπων, που η φωνή τους, η φούρια και το χνότο τους όχι μόνο δεν μ' ενοχλούν αλλά και με εμπνέουν».
Αυτή τη στιγμή αν θα μπορούσε να γυρίσει πίσω τον χρόνο στον νεαρό 15χρονο Αχιλλέα που προσπαθούσε να εγκατασταθεί στην Αθήνα τι θα του έλεγε ο σοφότερος εαυτός του; «Να είσαι ειλικρινής σε ό,τι κάνεις. Και έντιμος. Για να μπορέσεις μετά, όταν μεγαλώσεις και σου κάνουν την ίδια ερώτηση, να 'χεις το μέτωπό σου καθαρό για να δώσεις την ίδια απάντηση. Και μάθε μουσική, και γερμανικά. Στο μέλλον σκοπεύω να μη χάνω άδικα άλλο χρόνο. Γιατί, για μένα, χαμένος χρόνος δεν είναι αυτός που πέρασε φέρνοντας τη φθορά, αλλά αυτός που δεν ξοδεύτηκε όπως έπρεπε»...
42 Barstronomy Athens
Κολοκοτρώνη 3, Αθήνα
Egg Royale: καπνιστός σολομός, αβγά ποσέ, σαλάτα hollandaise
Ομελέτα: 2 αβγά, μανιτάρια, μυρωδικά, chevre, προσούτο
Τρεις καφέδες καπουτσίνο
Σύνολο €26
