«Είναι καταπληκτικό, το ότι ο Θεός τα έφερε έτσι ώστε όλες οι δωρεές Του να γιορταστούν μαζί: 26, 28, 30 Οκτωβρίου. Γιορτές θρησκευτικές και πατριωτικές, γιορτές που σ’ αυτές φαίνονταν οι δωρεές του Θεού. Κι αφού γιορτάσαμε τη γιορτή τ’ Άη-Δημήτρη· κι αφού γιορτάσαμε την απελευθέρωση της Σαλονίκης το 1912· κι αφού γιορτάσαμε την επέτειο, του ιστορικού «ΟΧΙ» που πετάξαμε κατάμουτρα στον Ιταλό επιδρομέα· αφού κάναμ’ όλ’ αυτά, ανάτειλε η μέρα της 30ής Οκτωβρίου. Τι έγινε τη μέρ’ αυτήν; για πολλούς φαίνεται ασήμαντη. Μα κι αυτή λάμπει, όπως λάμπουν κι όλες οι άλλες γιορτές. Τη μέρ’ αυτή, ένα μεγάλο ιμπεριαλιστικό κράτος της Ευρώπης έφευγε νικημένο και ντροπιασμένο, απ’ την πόλη μας. Είχαν έρθει οι καταχτητές με τανκς κι αεροπλάνα, κι έφευγαν πάνω στα γαϊδούρια, πούχαν κλέψει απ’ τους χωριάτες. Τη μέρα που ο λαός της Σαλονίκης, ανάπνευσε τον καθαρό αέρα της λευτεριάς, της μέρα που τ’ άγαλμα του Βότση, δαφνοστεφανώθηκε, τη μέρα αυτή γιορτάζουμε σήμερα. Τη μέρ’ αυτή οι κάτοικοι της πόλης μας, γιορτάσανε τη λευτεριά τους.

(…)

Πρωί. Έριξα τη νυσταγμένη μου ματιά στο ρολόϊ μας, κι είδα πως είχα αργήσει. Ντύνομαι βιαστικά βιαστικά, και σε λίγο τρέχω στα στενά δρομάκια της πόλης. Πού πάω; στην εκκλησιά. Ναι. Πάω να ευχαριστήσω το Θεό, για το μεγάλο δώρο της λευτεριάς, που μας χάρισε. Είχα καθήκον να το κάνω. Σε λίγο βρίσκουμαι μέσα σ’ αυτή. Σε μια ατμόσφαιρα χαράς, κοντά σε πρόσωπα χαρούμενα, παρακολουθώ τη Θ. Λειτουργία. Κι όταν τέλειωσε η εκκλησία, ένοιωσα πως είχα ωφεληθή πολύ.

(…)

Τη μέρα της λευτεριάς μας, καθισμένος στο τραπέζι του δωματίου μου, γράφω στο ημερολόγιό μου: «…Μέγα εθνική. Επέτειος ιστορική. Μέρα που μυρίζει λευτεριά…». Ξάφνου ακούω πυροβολισμούς. Πάλι τα ίδια έχουμε. Κι εξακολουθώ: «…Τη μέρ’ αυτή θα πεθυμούσα, να τη γιορτάζαμ’ ενωμένοι όλοι οι Έλληνες. Τότε η μέρα αυτή θάτανε πιο όμορφη. Μα πότε Κύριε; πότε;»».