Τυπικά η προεκλογική περίοδος της Κεντροαριστεράς δεν έχει ξεκινήσει ακόμη. Αυτό θα γίνει την Κυριακή που έρχεται, όταν θα κατατεθούν ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής οι υποψηφιότητες των επίδοξων προέδρων. Ωστόσο, επί της ουσίας η μάχη για την καρέκλα του αρχηγού του ΚΙΝΑΛ διεξάγεται ήδη.

Οι υποψήφιοι, άλλος πιο έντονα κι άλλος πιο διακριτικά, έχουν αρχίσει να ανταλλάσσουν δημόσια αιχμές. Και δεν είναι λίγοι οι παροικούντες τον χώρο που εκφράζουν φόβους πως όσο πλησιάζει η αναμέτρηση της πρώτης Κυριακής τόσο θα ανεβαίνουν και τα ντεσιμπέλ μεταξύ των συνυποψηφίων.

Προφανώς μια προεκλογική εκστρατεία δεν γίνεται ποτέ στον πληθυντικό, ούτε με ψιθύρους. Ωστόσο, όσοι εμπλέκονται στη διαδικασία οφείλουν να κρατούν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι στις επικείμενες εσωκομματικές κάλπες δεν κρίνεται μόνο η επόμενη ή ο επόμενος αρχηγός, κρίνεται το ίδιο το μέλλον του κόμματος.

Το ΚΙΝΑΛ δεν έχει την πολυτέλεια να εμφανιστεί βαθιά διαιρεμένο στα μάτια τόσο των ψηφοφόρων του όσο και του συνόλου του εκλογικού σώματος. Εξού και όλοι πρέπει να ρίξουν τους τόνους προκειμένου να αποφύγουν να πουν πράγματα που θα καθιστούν το κόμμα απωθητικό στην κοινή γνώμη και τη μετεκλογική τους συνύπαρξη στους κόλπους του αδύνατη.

Η Κεντροαριστερά δείχνει σημάδια ανάκαμψης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Και στις περισσότερες η επιστροφή της στο κέντρο της πολιτικής σκηνής οφείλεται στην προσπάθειά της να παρουσιάσει – ή να εφαρμόσει – ρεαλιστικές προτάσεις για τα προβλήματα που απασχολούν τα εκλογικά σώματα. Οι έλληνες εκπρόσωποί της έχουν ελπίδες να ακολουθήσουν τη συγκεκριμένη τάση μόνο αν επιλέξουν μια αντιπαράθεση προγραμμάτων, κι όχι έναν καβγά τσιτάτων.