Ο τίτλος του βιβλίου θα μπορούσε να είναι απλώς Η Ψεύτρα. Η προσθήκη της «πόλης» φαντάζομαι πως υπαινίσσεται μια σκιαγράφηση της ζωής στον σύγχρονο αστικό χώρο, και πιο συγκεκριμένα στο πολλαπλώς ανεπτυγμένο Ισραήλ. Ισως υποδηλώνει ακόμα το γεγονός ότι η πολιτική ορθότητα - που εδώ σατιρίζεται με δηλητηριώδες χιούμορ - δεν εντρυφεί παρά στις μεγαλουπόλεις, με τις άκρατες φιλοδοξίες που αυτές εκθρέφουν.
Εφηβική (αλλά
όχι μόνο) ατζέντα
Με καλές σπουδές και κλινική πείρα στην ψυχολογία, η Αγιελέτ Γκούνταρ-Γκόσεν αποδίδει την καθημερινότητα με απροσδόκητα διεισδυτικό τρόπο, έχοντας ως επίκεντρο τις ζωές των εφήβων και του περιγύρου τους. Για μεγάλο μέρος του βιβλίου παγιδεύεσαι επιδέξια στους νεανικούς ανταγωνισμούς, τις ανασφάλειες αγοριών και κοριτσιών, τη σχολική καθημερινότητα και την εργώδη προσπάθεια ενηλικίωσης μέσω - κυρίως - του σεξ, τόσο που πείθεσαι πως έχεις να κάνεις με μια ευφυή αναβίωση της κλασικής εφηβικής λογοτεχνίας. Ομως εδώ και κει, σε καθοριστικά σημεία, η αφήγηση επικεντρώνεται στην ύπαρξη των μεγαλυτέρων και στις αναπόφευκτες σχέσεις τους με τη νεολαία (γονικές, συγγενικές, πολιτικές, τυχαίες). Και τότε καταλαβαίνεις ότι τίποτα στις προθέσεις της συγγραφέως δεν είναι αμιγώς εφηβικό. Η κοινωνία, υπονοείται, είναι ενιαία και οι απόηχοι των πράξεων των μεν απηχούν στους δε, κατά απρόσμενους μάλιστα τρόπους.
Η Νοφάρ, κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου, είναι μια 17χρονη που δουλεύει σε ένα παγωτατζίδικο για το καλοκαίρι. Διακοπές γιοκ, ενώ οι ομήλικοί της διασκεδάζουν, πάνε σινεμά ή για μπάνιο ή έρχονται για ένα παγωτό ενώ η Νοφάρ σκέφτεται μελαγχολικά πως η νέα σχολική χρονιά θα ξαναρχίσει σύντομα με εκείνη ακόμη μόνη και παρθένα. Η καλή της φίλη δεν της μιλάει πια έχοντας καταφύγει σε νέες συνομαδώσεις, ενώ ο νεαρός που την ενδιαφέρει αγοράζει αδιάφορα ένα παγωτό και αποχωρεί χωρίς πολλά πολλά.
Ωσπου εισβάλλει ένα νέο πρόσωπο, ενήλικο αυτή τη φορά, ο 30άρης συνθέτης- τραγουδιστής Αβισάι Μίλνερ. Θριαμβευτής ενός πανεθνικού διαγωνισμού όπου τον ψήφισαν προ ετών πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, έχει χάσει τελευταία τη λάμψη του. Ενώ βρίσκεται στο παγωτατζίδικο, του τηλεφωνεί ο ατζέντης του για να του μεταφέρει την απόρριψη μιας ακόμα πρότασής τους για εκπομπή σε τηλεοπτικό κανάλι. Αλλοι είναι οι ήρωες του κοινού πια, συμπεραίνει αγανακτισμένος. Καθώς η Νοφάρ δεν τον αναγνωρίζει καν, ο νάρκισσος Αβισάι αισθάνεται στο χείλος της ανυπαρξίας. Οπότε, επικαλούμενος καθυστέρηση στην εξυπηρέτησή του, ξεσπά πάνω της με ακραία γλώσσα, πατώντας την εκεί όπου πονάει: στα εφηβικά σπυράκια της, στα κάποια παχάκια της, στην ασημαντότητα της προσωπικότητάς της, λέγοντάς την ιπποπόταμο και φωνάζοντας πως κανείς δεν θα την ακουμπούσε ούτε με κοντάρι. Η κοπέλα καταφεύγει στην πίσω αυλή για να κλάψει στην τουαλέτα με την ησυχία της, αλλά ο Αβισάι την ακολουθεί και την αρπάζει απ' τον ώμο και τότε εκείνη ξεσπάει σε ουρλιαχτά απόγνωσης, όχι τόσο από φόβο όσο από το βάρος του χαμένου καλοκαιριού και τα ποικίλα πλέγματα της κατάστασής της.
Η καριεροποίηση
της αντρικής βίας
Ξεσπά το πανηγύρι. Προστρέχουν προς βοήθειά της περίοικοι, καταφτάνει η αστυνομία και ο Αβισάι σύρεται στο κρατητήριο κατηγορούμενος για απόπειρα βιασμού. Ολοι είναι πεπεισμένοι ότι το αδίκημά του είναι κατά πολύ βαρύτερο της λεκτικής επίθεσης. Μόνο ένας ζητιάνος και ένας δυστυχέστατος μοναχικός νεαρός, παρόντες στο επεισόδιο, γνωρίζουν την αλήθεια, η οποία διογκώνεται καθημερινά, με τη Νοφάρ να μεταβάλλεται σε πανεθνική τηλεοπτική περσόνα. Εμφανίζεται σε ριάλιτι, δελτία ειδήσεων και πάνελ με εντρυφείς αναλυτές, ενώ παρασύρεται στα γνωστά νεοφεμινιστικά κηρύγματα. Μακιγιαρισμένη και ενδεδυμένη καταλλήλως, γίνεται αίφνης έως και ελκυστική - χώρια που η τηλεόραση συνιστά αφροδισιακό από μόνη της. Είναι πλέον δημοφιλέστατη στο σχολείο και παρασύρεται βολικά στο βάθος του διαρκώς εμπλουτιζόμενου ψέματός της. Φτάνει μάλιστα να προσκληθεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας, όπου γίνεται πολιτική αξιοποίηση της βίας κατά των γυναικών, να τραγουδήσει σε εθνικές και άλλες εορτές, και να παραγκωνίσει από το κάδρο τη δημοφιλέστατη, ελκυστική αδελφή της που τρώγεται από τη ζήλια. Θυμίζουν τίποτα όλα αυτά;
Η Νοφάρ παρακάμπτει τις περιστασιακές ενοχές και παρορμήσεις της να τα εκμυστηρευθεί όλα στην αστυνομία. Μάλιστα, σύντομα μπλέκει σε ερωτική σχέση με τον νεαρό εκείνον που γνωρίζει την αλήθεια και ο οποίος, σε μια περίεργη νοητική συστροφή, εκμαιεύει το πρώτο φιλί εκβιάζοντάς την ότι αν δεν υποχωρήσει θα τη μαρτυρήσει. Οχι βέβαια ότι η Νοφάρ έχει αντιρρήσεις, κάθε άλλο μάλιστα. Ετσι, με διαρκείς ανατροπές και μεταπτώσεις (ίσως υπερβολικά πολλές για την οικονομία του κειμένου) και καθώς νέα πρόσωπα μπαίνουν στο κάδρο, η αφήγηση προχωρεί και γίνεται όλο και πιο περίπλοκη, εν μέσω διερωτήσεων της Νοφάρ, εμπλουτισμού του βιογραφικού της και σταθερής αύξησης της δημοφιλίας της. Ωσπου ο καταβαραθρωμένος Αβισάι αποφασίζει να αυτοκτονήσει με θεαματικό τρόπο - προσέχοντας ωστόσο για την ακριβή ώρα και το ντύσιμό του ώστε να τον παίξουν καταπώς πρέπει τα δελτία ειδήσεων. Δεν θα το κάνει αποτελεσματικά, εννοείται, αν και θα αφήσει ένα δακρύβρεκτο σημείωμα που θεωρεί στιχουργικό αριστούργημά του. Σταδιακά, λίγο από την αδελφή της Ναφάρ, λίγο από τον ζητιάνο που τον ψαρεύει η ανακρίτρια της υπόθεσης, το μυστικό θα αποκαλυφθεί στους γονείς και σε άλλους εμπλεκόμενους.
Η βλάσφημη εισβολή
του Ολοκαυτώματος
Εμβόλιμα, εν μέσω του θορύβου των καναλιών και της πολιτικής ορθότητας, αλλά και της αναδόμησης της καριέρας πολλών και διαφόρων πάνω στα αποκαΐδια του #MeToo (δημοσιογράφων, πολιτικών, καθηγητριών στο σχολείο κ.λπ.) εμφανίζεται η κατεδάφιση της εκμετάλλευσης του Ολοκαυτώματος. Εδώ πια η συγγραφέας καταλύει τα ιερά και τα όσια του έθνους - απορώ πώς το τολμά, παραμένοντας μάλιστα εξαιρετικά δημοφιλής. Θέλει θάρρος και δουλειά πολλή, και μόνο αν είσαι Εβραίος ή έστω ισραηλινός πολίτης (και μάλιστα γυναίκα) δικαιούσαι ακόμα και να υπαινιχθείς υπερβολές, εργαλειοποιήσεις, πονηρίες και τη συνάδουσα προπαγάνδα χωρίς να θεωρηθείς νεοναζί και τα σχετικά.
Η δραματοποίηση του συμβολισμού αυτού γίνεται έξυπνα. Μια γιαγιά, αυτόνομη και κυνική, χάνει την καλύτερη φίλη της στο γηροκομείο όπου τις έχουν παρκάρει τα παιδιά τους. Ο σύνδεσμός τους ήταν βαθύς, τρυφερός, στα όρια του ερωτισμού, οπότε κρατά τη βαλίτσα της νεκρής μαζί με το περιεχόμενό της ως ενθύμιο. Οταν χτυπά το κινητό της νεκρής, απαντά με δισταγμό, και της ανακοινώνονται τα οργανωτικά της πτήσης για την Πολωνία, όπου ένα σχολείο θα επισκεφθεί το Αουσβιτς, κατά τον κρατούντα στις μέρες μας τουρισμό μνήμης. Η νεκρή γυναίκα, όντως επιβιώσασα του Ολοκαυτώματος, θα προσέφερε την προσωπική μαρτυρία της σε παιδιά και καθηγητές ως αποκορύφωμα της εκδρομής. Τον ρόλο της συνοδού παρασύρεται λοιπόν να τον ενδυθεί η ζωντανή γιαγιά -προελεύσεως... Μαρόκου, από όπου έχουν μετεγκατασταθεί πολλοί Ισραηλινοί - και το κάνει με αξιαγάπητη επάρκεια, μεταμφιέζοντας πειστικά τις δικές της σκληρές εμπειρίες σε... Ολοκαύτωμα. Κάποια στιγμή εκπλήσσεται που τα κορίτσια ειδικά, ιδεολογικώς προετοιμασμένα, ξεσπούν σε πρόθυμους λυγμούς πριν καν ξεκινήσει η εξιστόρησή της. Προσκαλείται και για σειρά άλλων παρόμοιων εκδρομών. Ανάμεσά στις μαθήτριες, σημειωτέον, βρίσκεται και η Νοφάρ, σε μια απόπειρα της συγγραφέως να φανούν οι υποδόριες διαπλοκές της πολιτικής ορθότητας. Μάλιστα η γιαγιά την καθοδηγεί ρητά να εκμυστηρευθεί την πλήρη αλήθεια που έχει οδηγήσει στην καταστροφή τον Αβισάι Μίλνερ. Η ίδια θα αξιοποιήσει τη νέα της ειδικότητα για να κάνει αργότερα τη γνωριμία ενός 90χρονου ευκατάστατου χήρου, επιβιώσαντος του Ολοκαυτώματος, ο οποίος μάλιστα αδιαφορεί για το ψέμα της όταν κάποτε του το εκμυστηρεύεται. Ερως γαρ...
Δεν χρειάζεται νομίζω καταληκτικό σχόλιο. Στο τέλος όλα καλά, ή τέλος πάντων όσο καλά μάς παίρνει να είναι. Σημασία έχει ότι το λεπτό χιούμορ και ο καλά κρυμμένος σαρκασμός σπάνε κόκαλα, βεβηλώνοντας ταυτόχρονα τα καθαγιασμένα οστά πολλών και ποικίλων κοινότυπων παραδοχών. Μένεις να αναρωτιέσαι πώς στο όντως φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύγχρονο Ισραήλ είναι ανεκτός ένας τέτοιος βαθμός κοινωνικής αυτοκριτικής, μάλιστα προσκομίζοντας ακόμα και διεθνείς δάφνες σε αυτήν που την ασκεί. Επίσης διερωτάσαι για το συγγραφικό μέλλον μιας τόσο ευφυούς και θαρραλέας συγγραφέως. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε - προσωπικά θα της ευχόμουν το καλύτερο.
Επαρκέστατη για άλλη μια φορά η δουλειά της Λουίζας Μιζάν που μας έχει προσφέρει και άλλες καλές μεταφράσεις ισραηλινών συγγραφέων, από τον Αμος Οζ ως τον Νταβίντ Γκρόσμαν.
Αγιελέτ Γκούνταρ-Γκόσεν
Η ψεύτρα
και η πόλη
Μτφ. Λουίζα Μιζάν
Εκδ. Καστανιώτης, σελ. 318
Τιμή 18 ευρώ