Αυτές τις ημέρες κλείνουμε έναν χρόνο από εκείνο το πρώτο διάγγελμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, από τη στιγμή που κάποιος (άγνωστος, τότε) λοιμωξιολόγος στήθηκε μπροστά στις κάμερες και ανακοίνωσε πως πρέπει να μείνουμε σπίτι για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και αυτούς που αγαπάμε. Για κάτι παραπάνω από έναν μήνα, η ελληνική κοινωνία εξέπληξε και τον πιο μεγάλο επικριτή της. Οχι μόνο τα μέτρα έτυχαν καθολικής αποδοχής, αλλά το Εθνικό Σύστημα Υγείας, με την προσπάθεια όλων, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Το διάλειμμα του καλοκαιριού άλλαξε τα πράγματα: βρισκόμαστε σε συνεχόμενο λοκντάουν από τον περασμένο Νοέμβριο, με μικρές ανάσες για το λιανεμπόριο και τα σχολεία. Η εστίαση συνεχίζει να λειτουργεί με παραδόσεις στο σπίτι.

Η κούραση είναι πια φανερή και, κυρίως, είναι δικαιολογημένη. Ο παρατεταμένος εγκλεισμός δεν φέρνει, εδώ και κάποιες εβδομάδες, τα αναμενόμενα επιδημιολογικά αποτελέσματα. Το μέτρο δεν αποδίδει όχι γιατί ξαφνικά αποδείχθηκε λανθασμένο, αλλά γιατί δεν τηρείται όπως θα έπρεπε. Αυτό δεν σημαίνει πως η πλειονότητα των πολιτών δεν συμμορφώνεται, αλλά πως υπάρχει ένα σταθερό ποσοστό, κυρίως νεότερο ηλικιακά, που δεν ακολουθεί τις οδηγίες των επιστημόνων. Οι πορείες της τελευταίας εβδομάδας δεν βοηθούν την κατάσταση, καθώς οι απαιτούμενες αποστάσεις δεν τηρούνται, ενώ ακόμα και ο συνωστισμός στα ΜΜΜ δημιουργεί εστίες μετάδοσης που δύσκολα μπορούν να ελεγχθούν.

Η επιστροφή στην κανονικότητα είναι στο χέρι μας, αντικατοπτρίζεται σε κάθε μικρή ή μεγάλη επιλογή του καθενός. Η πειθαρχία στα μέτρα προστασίας εναντίον του κορωνοϊού είναι ο μόνος τρόπος να γυρίσουμε γρήγορα στην καθημερινότητά μας. Κλείνουμε έναν χρόνο πανδημίας και κάθε μέρα που περνάει όλο και περισσότεροι άνθρωποι εμβολιάζονται. Ας συμπεριφερθούμε στο τέλος της όπως κάναμε στην αρχή της.