Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Οι προσπάθειες στις Ηνωμένες Πολιτείες για την αύξηση του ομοσπονδιακού κατώτατου μισθού από 7,25 δολάρια σε 15 δολάρια ανά ώρα έχουν κερδίσει έδαφος τώρα που το Δημοκρατικό Κόμμα ελέγχει τον Λευκό Οίκο και το Κογκρέσο. Μια τέτοια κίνηση έχει νόημα τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Οι οικονομολόγοι δεν είναι πλέον τόσο σκεπτικιστές για τους κατώτατους μισθούς όπως κάποτε.
Οταν οι εργοδότες κερδίζουν - όπως φαίνεται να συμβαίνει στις αγορές χαμηλών μισθών στις ΗΠΑ - μπορούν να ικανοποιήσουν μια μικρή αύξηση στον ελάχιστο μισθό χωρίς να χρειάζεται να απολύσουν τους υπαλλήλους τους. Ακόμα καλύτερα, όταν ένας εργοδότης πρέπει να πληρώσει στους εργαζομένους του υψηλότερους μισθούς, έχει ισχυρότερο κίνητρο να ενισχύσει την παραγωγικότητά τους.
Σε κάθε περίπτωση έχει σημασία ο σχεδιασμός πολιτικής. Από κάποιο σημείο και μετά, η αύξηση του ομοσπονδιακού κατώτατου μισθού πιθανότατα θα άρχιζε να προκαλεί ανεργία και είναι λογικό να αμφισβητείται εάν ο ίδιος ελάχιστος μισθός πρέπει να εφαρμοστεί σε όλα τα μέρη της χώρας, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές κόστους διαβίωσης μεταξύ Νέας Υόρκης και Μισισιπή, ή Μασαχουσέτης και Λουιζιάνας. Ως εκ τούτου, ορισμένοι οικονομολόγοι ζητούν να βαθμονομηθούν οι κρατικοί ελάχιστοι μισθοί ανάλογα με τις τοπικές αγορές εργασίας. Αλλά οι περισσότερες πολιτείες δεν έχουν αναλάβει την πρωτοβουλία να αυξήσουν τους κατώτατους μισθούς τους, αφήνοντας την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να θέσει νέο όριο. Ενας υψηλότερος ομοσπονδιακός κατώτατος μισθός θα έχει ισχυρό οικονομικό αλλά και συμβολικό αποτέλεσμα. Αλλά δεν είναι πανάκεια. Χωρίς φωνή στον χώρο εργασίας και ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον, οι εργαζόμενοι θα παραμείνουν υπό την «αυθαίρετη κυριαρχία» των εργοδοτών τους. Εάν η αύξηση του ομοσπονδιακού κατώτατου μισθού είναι η μόνη ουσιαστική πολιτική για την αγορά εργασίας που οι Δημοκρατικοί θέσπισαν κατά την πρώτη θητεία του προέδρου Τζο Μπάιντεν, δεν θα έχουν επιτύχει πολλά και μπορεί ακόμη και να έχουν δημιουργήσει ισχυρότερα κίνητρα για τους εργοδότες να αυτοματοποιήσουν περισσότερα καθήκοντα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι δυτικές οικονομίες είναι η έλλειψη καλών θέσεων εργασίας, λόγω της υπερβολικής εστίασης στον αυτοματισμό και της ανεπαρκούς προσπάθειας ανάπτυξης νέων τεχνολογιών και εργασιών που ωφελούν τους εργαζομένους από όλα τα υπόβαθρα. Η αύξηση των κατώτατων μισθών θα αποτελούσε ένα σημαντικό πρώτο βήμα, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από πολιτικές για την ανακατεύθυνση της τεχνολογικής αλλαγής και να παρέχει κίνητρα στους εργοδότες να δημιουργούν καλές θέσεις εργασίας και καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Ο Ντάρον Ατσέμογλου είναι καθηγητής Οικονομικών στο ΜΙΤ