«Οταν εγώ σιωπώ, τότε είναι που η αλήθεια φωτίζει».
(«Υπονομευμένη γλώσσα», από τη συλλογή Αραράτ 1990)
«Πρέπει να μάθεις να μ' αγαπάς. Τ' ανθρώπινα πλάσματα πρέπει
να μάθουν ν' αγαπούν
τη σιωπή και το σκοτάδι».
(«Νανούρισμα», από τη συλλογή Αγριος κρίνος, 1992)
Λίγοι ποιητές θα είχαν την τόλμη να ομολογήσουν στον αναγνώστη τους ευθέως και τόσο ταπεινά τις δεσμεύσεις και τους a priori περιορισμούς στη - συχνά - αφοπλιστική δύναμη της ποιητικής γλώσσας. Ελάχιστοι θα είχαν το πείσμα και την αντοχή, μετά από τη συνειδητοποίηση αυτή, να επιμείνουν. Η ποίηση της Λουίζ Γκλικ σκάβει τόσο βαθιά στο ατομικό, στην αυστηρά προσωπική εμπειρία, και τόσο εύστοχα στη γλώσσα που καλείται να την εκφράσει, ώστε νοηματοδοτεί ακόμη και τη σιωπή που εξ ορισμού περιβάλλει το ποίημα προκειμένου αυτό να λειτουργήσει. Με δώδεκα συλλογές, αποτελούμενες από ποικίλης θεματικής ποιήματα, από εξομολογητικά έως εμπνευσμένα από αρχαίους ελληνικούς μύθους που πρωτάκουσε από τη μητέρα της, και δύο συλλογές δοκιμίων, η Γκλικ κρατά το βλέμμα προσανατολισμένο στην αλήθεια - «την αλήθεια εκείνη πάνω στο χαρτί» όπως γράφει η ίδια.
«Πόσο απρόβλεπτα τυχερή υπήρξε η ζωή μου - κι η παραμικρή μου προσευχή
εισακούστηκε απ' τους αγγέλους.
Ζήτησα γη κι έλαβα γη, γι' αυτό και τόση λάσπη
πάνω μου, στο πρόσωπό μου.
Ζήτησα απαλλαγή απ' τον πόνο - πήρα πόνο.
Ποιος μπορεί να πει ότι οι προσευχές μου δεν ακούστηκαν;»
(«Αρχαίο κείμενο», απόσπασμα από τη συλλογή «Οι επτά εποχές», 2001)
Γεννημένη στη Νέα Υόρκη το 1943, κόρη δεύτερης γενιάς μεταναστών με ουγγροεβραϊκές και ρωσικές ρίζες, η Γκλικ ανακαλύπτει την ποίηση, μετά από επτά χρόνια ψυχανάλυσης και μια σκληρή εφηβεία κατά την οποία υπήρξε επικίνδυνα ανορεξική, στα μαθήματα στο Κολέγιο Σάρα Λόρενς και τα σεμινάρια του Στάνλεϊ Κούνιτζ και της Λεονί Ανταμς Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Την υπηρετεί για χρόνια όχι μόνο γράφοντας αλλά και διδάσκοντας σε σημαντικά πανεπιστημιακά ιδρύματα της Αμερικής. «Ιδια πάντα απέναντι στον χρόνο και την αλλαγή, η αίσθηση τέλειας ασφάλειας, το αίσθημα ότι είμαστε πια προστατευμένοι από ό,τι τόσο παράφορα κάποτε αγαπήσαμε», έτσι ορίζει η ίδια η Γκλικ την ποίησή της. Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε, σημειώνοντας παράλληλα το γνήσιο και λιτό, μακριά από περίπλοκες και εν τέλει περιττές ακροβασίες ύφος της, που ωστόσο, την ίδια στιγμή, δεν υπολείπεται καθόλου σε νεύρο και δημιουργική φαντασία. Πρόκειται για μια ποίηση ανθεκτική στον χρόνο και τη μετάφραση, ας μου επιτραπεί εδώ να ομολογήσω. Αρχικά ήταν για μένα ένα όνομα μεταξύ άλλων ποιητών σ' ένα μικρό κίτρινο χαρτάκι που από εξαιρετική τύχη βρέθηκε στα χέρια μου, όταν σπούδαζα ακόμη. Αρκετά χρόνια αργότερα είχα την απρόσμενη τύχη να ταυτίσω το όνομα με το πρόσωπο - βρέθηκα μπροστά σε μια γυναίκα ανεπιτήδευτα απλή, αφοπλιστικά ευγενή και με εκείνο το ανάλαφρο ειδικό βάρος των ουσιαστικών ανθρώπων. Που έχουν κάτι να πουν. Που ξέρουν πώς να το πουν και πότε να οπισθοχωρήσουν αφήνοντας τη σιωπή να μιλήσει εύγλωττα εκ μέρους της γλώσσας.
Η ποίηση της Γκλικ καταδεικνύει γλαφυρά ότι δεν αρκεί η πηγαία ιδέα, η ακονισμένη αίσθηση, η φωτισμένη συνείδηση, η τεχνική αρτιότητα και η σκληρή δουλειά, αρετές εμφανείς στο ποιητικό έργο της, για να λειτουργήσει ένα ποίημα. «Η θεμελιώδης εμπειρία ενός συγγραφέα είναι η απόγνωση» θα ομολογήσει η ίδια στο δοκίμιό της «Η εκπαίδευση του ποιητή» από την πρώτη συλλογή δοκιμίων της «Αποδείξεις και θεωρίες». «Χρησιμοποιώ τη λέξη "συγγραφέας" σκόπιμα» συνεχίζει. «Η λέξη "ποιητής" πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή: αναφέρεται σ' έναν στόχο, όχι σε μια κατάκτηση». Κάνω ποίηση σημαίνει ότι εμβαθύνω σε μια ορισμένη συγκίνηση, που πηγάζει από τη σχέση του ποιητικώς διακείμενου νου με τις συνθήκες και περιστάσεις του κόσμου. Η διαδικασία αυτή απαιτεί άσκηση, υπομονή και επιμονή, πέρα από όλα τα άλλα. Αν είμαστε τυχεροί, μπορεί κάποτε να φτάσουμε, ως δημιουργοί και ως αναγνώστες, στο κομβικό εκείνο σημείο, όπου ένα έργο μάς εκπλήσσει αποκαλύπτοντάς μας την αλήθειά του, που εν πολλοίς είναι και δική μας αλήθεια. Πρόκειται για μια οδοιπορία, μια περιπλάνηση που η Γκλικ φαίνεται να γνωρίζει καλά. Το πιο πρόσφατο ποιητικό της βιβλίο δεν αποκλείεται να αναφέρεται στους σταθμούς και στο τέλος αυτής ακριβώς της περιπέτειας, που σήμερα, και μετά από πάμπολλα κορυφαία βραβεία και διακρίσεις, έρχεται και επισήμως να επισφραγίσει η βράβευσή της με το Νομπέλ. Ως θέμα έχει το ποίημα εκείνο που δεν θα υπόσχεται καμιά σιωπή, καθώς η αλήθεια θα έχει πια αποκαλυφθεί:
«...ετοιμαζόμασταν να ξεκινήσουμε το ταξίδι, ωστόσο ήμασταν αλλαγμένοι
το βλέπαμε αυτό ο ένας στον άλλον: είχαμε αλλάξει παρ' όλο που
δεν είχαμε κινήσει ποτέ, και τότε ένας είπε, ω δες πόσο έχουμε γεράσει, ταξιδεύοντας
από μέρα σε νύχτα μόνο, ούτε μπροστά ούτε παρεκκλίνοντας λίγο, κι αυτό
κατά έναν παράξενο τρόπο φάνταζε θαυμαστό. Κι όσοι πίστευαν ότι θα πρέπει να έχουμε
έναν σκοπό
πίστεψαν ότι αυτός είναι, κι εκείνοι που ένιωθαν ότι θα 'πρεπε να μείνουμε ελεύθεροι
για ν' αντικρίσουμε την αλήθεια, ένιωσαν ότι η αλήθεια είχε πια αποκαλυφθεί».
(«Παραβολή», από τη συλλογή Πιστή και ενάρετη νύχτα, 2014.)
Η Δήμητρα Κωτούλα είναι ποιήτρια. Το τελευταίο απόσπασμα προέρχεται από το πιο πρόσφατο βιβλίο της Γκλικ «Πιστή και ενάρετη νύχτα», που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις Εκδόσεις Στερέωμα σε μετάφραση δική της και του Χάρη Βλαβιανού.