Ενας 25χρονος, μάλλον παχύσαρκος, προσχηματικός φοιτητής, οχυρωμένος στον εαυτό του για να προστατευθεί από τις επιθέσεις της πραγματικότητας, επιβιβάζεται στο τρένο για μια πόλη όπου υποτίθεται πως θα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο. Η διαδρομή είναι γνωστή, την κάνει συχνά. Ωστόσο, ένα από τα πολλά ελβετικά τούνελ τού μοιάζει ατελείωτο. Αρχίζει να διερωτάται τι δεν πάει καλά, ενώ οι συνεπιβάτες του συνεχίζουν αμέριμνοι τις δραστηριότητές τους: μια κοκκινομάλλα διαβάζει το μυθιστόρημά της, ένας μεσήλικος παίζει σκάκι με αντίπαλο τον εαυτό του, το βαγκόν ρεστοράν ηχεί από ποτήρια και μαχαιροπίρουνα. Ο νεαρός καπνίζει αγωνιωδώς τα πούρα του όπως ο Χανς Κάστορπ του Τόμας Μαν στο «Μαγικό βουνό». Κάποια στιγμή κι ενώ φως στο τούνελ δεν φαίνεται, ο νεαρός αναζητεί τον προϊστάμενο της αμαξοστοιχίας που αποδεικνύεται με τα πολλά ότι ανησυχεί εξίσου με εκείνον. Μαζί αναζητούν τον μηχανοδηγό, σύρονται ως την αρχή της αμαξοστοιχίας, αλλά ο οδηγός μοιάζει να την έχει κοπανήσει. Η ταχύτητα του ακυβέρνητου τρένου αυξάνει διαρκώς, η κλίση μεγαλώνει κι αίφνης βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση μες στο σκοτάδι του τούνελ. «Τι θα κάνουμε;» κραυγάζει ο προϊστάμενος και ο νεαρός, παντελώς απροστάτευτος πλέον από την έξω πραγματικότητα, έρμαιο του κοινωνικού πεπρωμένου, απαντά με μακάβρια ιλαρότητα: «Τίποτα».
Η ιστορία μπορεί να θεωρηθεί αλληγορία για την κάθε ανθρώπινη ζωή που αναπόφευκτα οδηγείται προς το τέλος της. Μπορεί όμως να ιδωθεί και ως προειδοποίηση για τον τρόμο που εισβάλλει ανεξέλεγκτος, απροειδοποίητα. Ή ίσως για την κοινωνική αμεριμνησία - οι επιβάτες είναι αφοσιωμένοι στις δραστηριότητες και τη διασκέδασή τους, έχοντας εναποθέσει τη μοίρα τους στους τεχνικούς και τους ηγέτες, ενώ οδηγούνται νομοτελειακά στη μεγάλη πτώση. Μπορεί ακόμη η ερμηνεία να αποκτήσει θεολογική διάσταση (ο Θεός επιτρέπει την πτώση μας) ή καλύτερα το αντίθετό της: δεν υπάρχει Θεός, μονάχα το μεγάλο τίποτα. Αλλά έτσι κι αλλιώς τα έργα του Ντίρενματ επιδέχονται πολλές, συχνά άβολες ερμηνείες.
Αυτό λοιπόν είναι «Το τούνελ», ένα από τα διηγήματα του καλομεταφρασμένου μικρού τόμου από τον έμπειρο Γιάννη Καλλιφατίδη. Ο παραλογισμός της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου έχει εισβάλει για τα καλά στο θέατρο (Μπέκετ, Πίντερ, Αλμπι), στο μυθιστόρημα (Σαρτρ, Καμί) και ο ένας από τους δύο μεγάλους Ελβετούς (ο έτερος είναι ο αγαπημένος μου, Μαξ Φρις) δεν θα μπορούσε να απέχει από την προβληματική. Αν και θεωρήθηκε δραματουργός του γερμανόφωνου επικού θεάτρου και βασικός συνεχιστής του Μπρεχτ, ο Ντίρενματ κινείται σε λιγότερο «λαϊκές» και περισσότερο φιλοσοφικές ράγες, σπαρμένες με γερές δόσεις σουρεαλισμού. Στο τρίτο, ας πούμε, διήγημα του τόμου («Ο σκύλος»), ο αφηγητής παρακολουθεί έναν ρακένδυτο υπαίθριο ρήτορα, εκπεσμένο μεγαλοαστό, με έναν τεράστιο σκύλο στα πόδια του, να αγορεύει για τη Βίβλο, στην πλατεία της μικρής τους πόλης. Τον παρακολουθεί συστηματικά στις παραστάσεις του τις επόμενες μέρες, ώσπου ένα βράδυ γνωρίζονται και ο ρήτορας τον οδηγεί στο υπόγειό του. Εκεί ο αφηγητής ξεκινά μια ερωτική περιπέτεια με την κόρη του, ενώ πατέρας και σκύλος λαγοκοιμούνται στον ίδιο χώρο. Ο καιρός περνά, μέχρι που ο πατέρας κατασπαράσσεται από το σκυλί, κατά πάσα πιθανότητα κατ' εντολήν της εξαφανισμένης πλέον κόρης. Αν και δεν συγκαταλέγεται στα καλύτερα γραπτά του Ντίρενματ, το ολιγοσέλιδο αφήγημα είναι χαρακτηριστικό των βαριών συμβολισμών και κοινωνικών σχολιασμών του συγγραφέα, συν μιας μεταϋπαρξιστικής, θα λέγαμε, θεώρησης των πραγμάτων: ο άνθρωπος δυσκολεύεται να ερμηνεύσει την πορεία ακόμη και των πιο απλών καθημερινών γεγονότων και πιάνεται διαρκώς απροετοίμαστος.
Παιχνίδι ρόλων κι ενοχή
Ωστόσο, το εκτενέστερο και σημαντικότερο αφήγημα της μικρής συλλογής είναι «Η βλάβη». Ενας πετυχημένος έμπορος υφασμάτων, ο Τραπς, επιλέγει να διανυκτερεύσει σε έναν μικρό γραφικό οικισμό όταν το πολυτελές σπορ αυτοκίνητό του παθαίνει βλάβη. Δεν ειδοποιεί την οικογένειά του και βρίσκει την αφορμή για μια περιπέτεια - τα συνηθίζει κάτι τέτοια. Τον φιλοξενεί ένας απόμαχος δικαστής που καλλιεργεί τριαντάφυλλα στη βίλα του, ενώ το περιβάλλον είναι υπέροχο κατά τον ελβετικό τρόπο (λιβάδια, βουνοκορφές, αγελάδες, ανθώνες, διάφανο έναστρο στερέωμα, τα γέλια και το ακορντεόν από κάποιο γλέντι στην ταβέρνα). Το ίδιο βράδυ ο Τραπς προσκαλείται στο τακτικό δείπνο που παραθέτει ο δικαστής σε τρία άλλα γερόντια, όλα σχετιζόμενα με τη Δικαιοσύνη: έναν εισαγγελέα, έναν δικηγόρο και έναν πρώην δήμιο. Το πολυτελές δείπνο, βρεγμένο με συλλεκτικά κρασιά, κονιάκ και σαμπάνια, διαρκεί όλη την υπέροχη αυτή καλοκαιρινή νύχτα, όπου αποκαλύπτεται ότι οι γέροντες, προκειμένου να κατανικήσουν την πλήξη και τη μακάρια απραξία τους, παίζουν τακτικά ένα παιχνίδι ρόλων: υποδύονται δίκες όπου ο καθένας υιοθετεί τον παλιό του κοινωνικό εαυτό. Καθώς, εν προκειμένω, τους λείπει ο κατηγορούμενος, χρίζουν κατηγορούμενο τον Τραπς. Αυτός αποδέχεται με χαρά τον ρόλο καθώς αισθάνεται απολύτως αθώος για τις επιλογές του. Με αυτοπεποίθηση και επιπολαιότητα αποκαλύπτει σταδιακά στοιχεία του βίου του.
Οι νομικοί κατασκευάζουν επιτέλους τον αναπόφευκτο ένοχό τους, ανασυνθέτοντας πώς ανέβηκε κοινωνικά, από αμόρφωτο φτωχόπαιδο που ήταν, πώς απατά τη γυναίκα του στη διάρκεια των περιοδειών του και πώς εκτόπισε τον προϊστάμενό του συνάπτοντας ερωτική σχέση με τη σύζυγό του. Μάλιστα, η εκ μέρους του αποκάλυψη της σχέσης αυτής είναι που οδήγησε στον θάνατο του αφεντικού, εικάζουν οι δικαστικοί. Και ο Τραπς, ενώ αρχικά αρνούνταν την οποιαδήποτε κατηγορία, αρχίζει να απολαμβάνει τον ρόλο τού ενόχου, του σατανικού δολοφόνου που με τις πλεκτάνες του οδήγησε στον θάνατο τον δυνάστη ανώτερό του για να καταλάβει τη θέση του. Αναίμακτο έγκλημα, τέλειο έγκλημα. Με το ξημέρωμα, αναβαθμισμένος, σε ειρήνη με το ειδυλλιακό σύμπαν γύρω του και νιώθοντας ικανός για σπουδαία πράγματα στη ζωή αυτή, θα δώσει ένα απρόσμενο τέλος, που καλύτερα να μην αποκαλύψω.
Το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι η νουβέλα ξεκινά απρόσμενα (και φαινομενικά άσχετα) με ένα μικρό δοκίμιο περί της δυνατότητας να γραφούν και σήμερα ιστορίες, περί της αναπόφευκτης καταφυγής του συγγραφέα στις μείζονες απειλές κατά της ανθρωπότητας (αυτονόμηση τεχνολογίας, πυρηνικός όλεθρος), περί του προσωπικού ή αποστασιοποιημένου χαρακτήρα της γραφής, περί της αντιπροσωπευτικότητας των λογοτεχνικών χαρακτήρων και του ρόλου ενός απλού ατυχήματος (μιας βλάβης) ως εισβολής του πεπρωμένου στην ανθρώπινη ζωή. Μόνο έπειτα από αυτή την ευφυή, πυκνή εισαγωγή αρχίζει η αφήγηση για τη βλάβη στο αυτοκίνητο του Τραπς που οδηγεί στον καταλογισμό μιας θείας δικαιοσύνης εν είδει τραγικού παιγνίου για υπερηλίκους. Εχουμε εδώ λοιπόν ένα δείγμα γραφής από τον σπουδαίο Ελβετό που έργα του ανέβηκαν κατά κόρον στις ευρωπαϊκές σκηνές (και στη χώρα μας) κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και συχνά ανασύρονται από τη λήθη. Προσφέρει άφθονο υλικό για σκέψη και περισσότερα φρέσκα ερωτήματα παρά απαντήσεις.
INFO
{1BSYG}Φρίντριχ Ντίρενματ{1BSYG}{2BTIT}Η Βλάβη, το Τούνελ, ο Σκύλος {2BTIT}{1BSYG}Μτφ. Γιάννης ΚαλλιφατίδηςΑντίποδες, 2020, σελ. 144{1BSYG}{4BTIM}Τιμή 11 ευρ{4BTIM}ώ