Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η έξαρση της πανδημίας επανέφερε δυναμικά στον δημόσιο διάλογο τη σημασία και την αναγκαιότητα των κρατικών παρεμβάσεων στη διαχείριση κρίσεων με πολιτικά και οικονομικά εργαλεία που έλκουν την καταγωγή τους από τις παραδόσεις της Κεντροαριστεράς και της ευρύτερης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Πολλοί έσπευσαν να μιλήσουν για την ανάγκη ανασυγκρότησης ενός νέου κοινωνικού κράτους, αν κάτι ωστόσο απέδειξαν τόσο η εξελισσόμενη υγειονομική κρίση όσο και το οικονομικό κραχ της περασμένης δεκαετίας, είναι ότι στο σύγχρονο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον τα όρια μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού είναι μάλλον δυσδιάκριτα και οι γνωστές ιδεολογικές ταυτότητες αδυνατούν να τα αποσαφηνίσουν και να επεξηγήσουν ικανοποιητικά τις πολιτικές επιλογές.
Στην εγχώρια πολιτική σκηνή ο Κ. Μητσοτάκης - αφού πρώτα επάνδρωσε το κυβερνητικό του σχήμα με στελέχη προερχόμενα από τον χώρο της Κεντροαριστεράς - δεν διστάζει να υιοθετεί όπου κρίνει απαραίτητο μια πιο κεϊνσιανή προσέγγιση. Εχει λοιπόν μετακινηθεί ο Κ. Μητσοτάκης και η συνολική πολιτική του θεώρηση προς το προοδευτικό Κέντρο και τις παρυφές της Κεντροαριστεράς;
Λαμβάνοντας υπόψη τη διακηρυγμένη πίστη του στις βασικές αρχές της φιλελεύθερης αντίληψης, καθώς και τις προτεραιότητές του σε μια σειρά οικονομικών επιλογών, μια τέτοια μετατόπιση φαντάζει δύσκολη έως απίθανη. Ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά ότι η εκλογική βάση του κόμματός του τοποθετείται σταθερά στον χώρο της Κεντροδεξιάς σε ποσοστό 36,2% και σε αυτόν της Δεξιάς με 36,8% (GPO, Μάιος 2019).
Την ίδια στιγμή ωστόσο, έχοντας μελετήσει σε βάθος τα ιστορικά εκλογικά δεδομένα, αναγνωρίζει ότι η ΝΔ σχημάτισε ισχυρές πλειοψηφίες μόνο όταν προσέγγισε ευρύτερα στρώματα του παραδοσιακού Κέντρου και όχι όταν επέλεξε να περιχαρακωθεί ιδεολογικά. Η συγκεκριμένη διαπίστωση σε συνδυασμό με τη γενικότερη μετριοπαθή πολιτική του συμπεριφορά και αντίληψη του δίνει τη δυνατότητα να επιλέγει πολιτικά εργαλεία της άλλης πλευράς, χωρίς αυτό να φαίνεται παράταιρο και ξένο προς τη δική του πολιτική ταυτότητα.
Το κεντροαριστερό άνοιγμα απέδωσε καρπούς στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, ενώ ακόμη και σήμερα, σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της GPO για τα «ΝΕΑ» (5/9), 12,9% των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ δηλώνουν πιθανό το ενδεχόμενο να επιλέξουν τη ΝΔ στις επόμενες εκλογές. Η στρατηγική του Κ. Μητσοτάκη συνεχίζει να αποδίδει καρπούς και να προσελκύει ψηφοφόρους του προοδευτικού χώρου οι οποίοι έχουν συνηθίσει να κάνουν επιλογές με βάση την κυβερνητική προοπτική. Την ίδια στιγμή οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι εμφανίζονται με μια ρεβανσιστική διάθεση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ σε μια λογική που θέλει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης περιορισμένο. Θεωρούν ότι μειώνοντας τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ αυξάνεται ο ζωτικός χώρος μέσα από τον οποίο μπορεί να προκύψει ένας νέος πολιτικός φορέας έκφρασης της προοδευτικής παράταξης.
Ο Κ. Μητσοτάκης εκμεταλλεύεται τη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΙΝΑΛ προσφέροντας χώρο και διευρύνοντας την εκλογική του βάση. Τριάντα χρόνια μετά «το τέλος της ιστορίας» εργαλειοποιεί το μεταμοντέρνο απολιτικό αφήγημα περί μη διάκρισης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Από την πλευρά τους οι πολίτες αναζητούν στον νέο τύπο ηγεσίας αποτελεσματικότητα και διαχειριστική επάρκεια χωρίς να πολυενδιαφέρονται για την ιδεολογική αφετηρία και τις πολιτικές καταβολές του πολιτικού προσωπικού.
Ο Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής Ερευνών της GPO