Τη θυμάμαι ακόμη και τώρα κι ας έχουν περάσει σχεδόν τέσσερις δεκαετίες από το φευγιό της. «Εκεί που είσαι ήμουνα και ‘δω που είμαι θα ‘ρθεις» έλεγε με περισπούδαστο ύφος. Δεν γνώριζε πολλά, ούτε καμώθηκε ποτέ πως ήξερε. Μιλούσε με τη γλώσσα της πείρας. Αυτές τις άγριες ημέρες ξανάρχεται σαν τυφώνας στη σκέψη μου η εικόνα της. Ακόμα καλύτερα, τα πρόσωπα όλων των ηλικιωμένων. Ακούω τους λοιμοξιωλόγους να μιλούν για την ανάγκη να μείνουν όλοι ζωντανοί και κυρίως να μην αφήσουμε τις ρίζες μας. Τα μάγουλα μονομιάς μοιάζουν με αυλάκια και όχι μόνο αυτά του κ. Τσιόδρα. Οχι, γιαγιά. Δεν θα σε άφηνα. Δεν θα σ’ αφήσω. Γιατί αυτό θέλω και ‘γω στο μέλλον. Ενα χέρι να πιαστείς, ένα χέρι να πιαστώ.