Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
«Είναι πολύ νωρίς για να μπορέσουμε να περιγράψουμε πλήρως τις επιπτώσεις. Εχουμε ακόμη πολύ λίγους δείκτες διαθέσιμους, αλλά η επίδραση των μέτρων περιορισμού για την αντιμετώπιση του ιού, όπως των ταξιδιωτικών απαγορεύσεων, του κλεισίματος των σχολείων και της απομόνωσης στο σπίτι, θα έχει πολύ δραματικές βραχυπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις σε ορισμένους τομείς, όπως στον τουρισμό, προφανώς, αλλά και στο λιανεμπόριο, στην ψυχαγωγία και στις προσωπικές υπηρεσίες που έχουν περιέλθει σε στασιμότητα» δηλώνει η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ Λοράνς Μπουν.
«Οι τομείς που βρίσκονται σε lockdown αντιπροσωπεύουν περίπου το 25% έως 30% της προστιθέμενης αξίας, επομένως οι άμεσες επιπτώσεις για ολόκληρη την οικονομία θα είναι σημαντικές και μαζί με την έμμεση επίδραση το πλήγμα θα είναι μεγάλο» επεξηγεί η γαλλίδα οικονομολόγος. Επίσης, εκτιμά ότι, καθώς οι αλυσίδες εφοδιασμού έχουν πάψει να είναι διαφοροποιημένες, μπορεί να παρατηρήσουμε διαταραχές του εφοδιασμού σε πολλά προϊόντα.
Οσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, δηλώνει ότι «είναι πιθανό το μέγεθος των απαραίτητων δημοσιονομικών κινήτρων για την καταπολέμηση του ιού και την προστασία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, καθώς και η μεγάλη βραχυπρόθεσμη μείωση της οικονομικής ανάπτυξης, να οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους παντού στην ευρωζώνη».
Εμφανίζεται, όμως, καθησυχαστική τονίζοντας ότι «έχουμε εργαλεία και θεσμούς για να διασφαλίσουμε ότι αυτό είναι διαχειρίσιμο.
Τα πολύ χαμηλά επιτόκια και τα πρόσφατα μέτρα των κεντρικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της ανακοίνωσης από την ΕΚΤ του προγράμματος αγοράς εταιρικών και κρατικών ομολόγων ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, θα είναι χρήσιμα».
Η γαλλίδα οικονομολόγος τονίζει ότι θα πρέπει να εξετάσουμε δημιουργικές μακροοικονομικές πολιτικές για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών του COVID-19, καθώς αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα. «Ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των ζητημάτων είναι να συνεργαστούν κυβερνήσεις και διεθνείς θεσμοί για να διασφαλίσουν ότι όλες οι χώρες διαθέτουν τους πόρους για την καταπολέμησή τους. Σε αυτόν τον διασυνδεδεμένο διεθνώς κόσμο θα ξεφύγουμε από τον κίνδυνο του ιού εάν τον εξαλείψουμε παντού» επισημαίνει κατηγορηματικά. Ειδικότερα για το πρόγραμμα της ΕΚΤ λέει ότι «αποτελεί κατάλληλο, έγκαιρο και ισχυρό μέσο για τη στήριξη της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ευρωζώνης», τονίζοντας ότι «καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό να αντιμετωπίσει τις μακροοικονομικές προκλήσεις της ζώνης του ευρώ».
Σχετικά με το άνοιγμα των πιστωτικών γραμμών του ESM προς τα κράτη-μέλη θεωρεί ότι «μπορεί να είναι ένας τρόπος χρηματοδότησης δαπανών που σχετίζονται με τον κορωνοϊό και εκφράζουν την αλληλεγγύη της ευρωζώνης στην παρούσα φάση, αλλά ως συνήθως ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες». Σχετικά με την Ελλάδα, θεωρεί ότι «εάν η πανδημία ελεγχθεί βραχυπρόθεσμα και οι κυβερνήσεις παράσχουν επαρκή στήριξη για επιδότηση μισθών, δανείων και άλλη βοήθεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν την απώλεια πωλήσεων και να αποφύγουν απολύσεις, τότε είναι δυνατόν στην Ελλάδα, όπως και αλλού, η επακόλουθη ανάκαμψη να είναι πολύ γρήγορη». Ωστόσο, εκτιμά ότι «η ελληνική κυβέρνηση, όπως και άλλες κυβερνήσεις, θα πρέπει να είναι έτοιμη να συνεχίσει να ενισχύει την εμπιστοσύνη, εάν η κρίση διαρκέσει περισσότερο, και υπάρξουν ενδείξεις ότι η εμπιστοσύνη καταναλωτών και επιχειρήσεων παραμένει υποτονική και μετά το πέρας των περιοριστικών μέτρων. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την ενίσχυση της υποστήριξης ανθρώπων και εργαζομένων, τη διατήρηση αυξημένων ορίων όσον αφορά τις εγγυήσεις δανείων και την αύξηση της δημόσιας συγχρηματοδότησης επενδυτικών σχεδίων» προτείνει.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετική με το αν ενδέχεται η παρούσα χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων να διατηρηθεί, η Μπουν τονίζει ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εφαρμόσει άνευ προηγουμένου επιείκεια εντός των κανόνων, λέγοντας ότι θα αντιμετωπίσει τις προσωρινές δαπάνες που σχετίζονται με τον COVID-19 ως εφάπαξ και τον ιό ως γεγονός πέρα από τον έλεγχο των κυβερνήσεων». Στο πλαίσιο αυτό επικροτεί την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής, αλλά και το ότι εξετάζεται να στηριχτεί περαιτέρω η ευρωπαϊκή οικονομία μέσω του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου. «Αυτή η κρίση θα αλλάξει την άποψή μας για τον κόσμο, την ασφάλεια της υγείας, την ασφάλεια και τον τρόπο λειτουργίας των οικονομιών μας» υποστηρίζει.
Θα φτάσουμε σε κάποιο σημείο στο οποίο θα χρειαστεί διαγραφή ή διευθέτηση χρεών; «Ο στόχος πρέπει να είναι πρωτίστως η διασφάλιση της σταθερότητας, εξασφαλίζοντας ότι ο νέος δημόσιος δανεισμός είναι μακροχρόνιος με χαμηλά επιτόκια. Αργότερα και αν η κρίση του κορωνοϊού διαρκέσει περισσότερο από όσο προβλέπουμε, μπορεί να χρειαστεί περισσότερη συνεργασία μεταξύ της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής».