Η αμφίδρομη θλίψη των μηχανών
Ηθικές και συνειδησιακές συγκρούσεις ανθρώπου και μηχανής σε ένα ακόμη «επιστημονικό» ρετρομελλοντικό μυθιστόρημα του άγγλου συγγραφέα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ηδη σε ένα από τα πρώτα βιβλία του, το Χαμένο Παιδί του 1987, (εκδ. Πατάκη 2013), ο Ιαν ΜακΓιούαν έμπαινε στα χωράφια της κβαντικής φυσικής προκειμένου να διερευνήσει τη διαχείριση του πόνου από την απώλεια ενός παιδιού, τη διάλυση ενός γάμου, την ανάδυση παράλληλων πραγματικοτήτων διά της μνήμης, εν τέλει την αιώνια επιστροφή στις γενετήσιες σταθερές. Αυτά σε μια δυστοπική Αγγλία του τέλους του προηγουμένου αιώνα, όπου θριαμβεύοντος του Θατσερισμού, η πρωθυπουργός ερωτευόταν έναν χαριτωμένο υφυπουργό της. Στο βιβλίο εκείνο μια δευτερεύουσα ηρωίδα, θεωρητική φυσικός, εξηγούσε την παραδοξότητα του ζητήματος του χρόνου. Ο ΜακΓιούαν θα κατέφευγε εφεξής μεθοδολογικά στις φυσικές επιστήμες ως κυρίαρχη θεματική γραμμή στο έργο του, αλλά και στη βιοηθική, ειδικά στα ώριμα έργα του, καταδυόμενος λ.χ. στο άβατο της νευροφυσιολογίας και της χειρουργικής στο Σάββατο, στην ιατρική και στις «γενετήσιες» επιστήμες στο Καρυδότσουφλο, στο φαινόμενο του θερμοκηπίου/κλιματική αλλαγή στο Σόλαρ. Η πιο πάνω φυσικός έλεγε ήδη πριν από τριάντα δύο ολόκληρα μυθιστορηματικά χρόνια: «Υλη, χρόνος, χώρος, δυνάμεις - όλα όμορφες και περίπλοκες ψευδαισθήσεις στις οποίες πρέπει τώρα να συμμετάσχουμε κι εμείς... Ο Σαίξπηρ θα 'πρεπε να 'χει συλλάβει τη λειτουργία των κυμάτων, ο Νταν να 'χε κατανοήσει την αλληλουχία και τη σχετικότητα του χρόνου». Και αλλού: «Εσείς, οι άνθρωποι της τέχνης, όχι μόνο αγνοείτε αυτά τα θαυμάσια πράγματα, επαίρεστε από πάνω που δεν ξέρετε τίποτα... Νομίζετε πως μια τοπική, παροδική μόδα όπως ο μοντερνισμός - ο μοντερνισμός! - είναι το πνευματικό επίτευγμα της εποχής μας. Αξιολύπητοι!».
Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν, ο Ιαν ΜακΓιούαν εδράττετο από την αρχή της συγγραφικής του καριέρας της ευκαιρίας που προσέφεραν οι ραγδαίες, διαρκώς επιταχυνόμενες επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις προκειμένου να διατυπώσει ένα πρόγραμμα δουλειάς στο οποίο θα έμενε πιστός στη συνέχεια. Η τέχνη, ισχυρίζεται ακόμη σήμερα στο Μηχανές σαν κι εμένα, - βιβλίο όπου καταδύεται στην ήπειρο της τεχνητής νοημοσύνης - δεν έχει και πολύ νόημα αν αγνοείς τις επιστημονικές θεωρίες, τις αλλεπάλληλες ρήξεις στους ποικίλους τομείς της γνώσης και την ουσία της τεχνολογίας. Ο συγγραφέας, υπονοεί, οφείλει να σκύβει με σεβασμό και ταπεινότητα μπρος στα όσα θαυμαστά ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια του και να παρατήσει τις πολλές μορφολογικές ή στυλιστικές καινοτομίες. Λέει ακόμη, αν τον ερμηνεύω σωστά: η αντικειμενικότητα δεν έχει νόημα όταν, κατά την κβαντική θεωρία, ο παρατηρητής συντήκεται με το αντικείμενο της παρατήρησης, και μάλιστα το τροποποιεί παρατηρώντας το. Χρόνος και χώρος δεν είναι διακριτές κατηγορίες αλλά εκφάνσεις η μία της άλλης, όπως η ύλη, η ενέργεια και η κίνηση.
Για να θυμηθούμε την εκλαϊκευμένη εκδοχή της αρχής της απροσδιοριστίας του Βέρνερ Χάιζεμπεργκ, όσο περισσότερα ξέρεις για τη θέση ενός αντικειμένου τόσο λιγότερα ξέρεις για την ταχύτητα με την οποία κινείται - και το αντίστροφο.
Εδώ, ο πραγματικός ήρωας είναι ένας τεχνητός άνθρωπος, ο Αδάμ, που ξέρει πολλά για τον ιδιοκτήτη του, τον Τσάρλι (αφηγητή της ιστορίας), και την ερωμένη του, τη Μιράντα. Τόσο πολλά που αδυνατεί να συμβαδίσει με το κουβάρι, τα μυστικά και τα ψέματα της κοινωνικής ζωής. Ο Αδάμ έχει κατασκευασθεί μαζί με καμιά εικοσιπενταριά παρόμοια ρομπότ, για χρήση ιδιωτών καταναλωτών, σε μια εναλλακτική Βρετανία των αρχών της δεκαετίας του '80. Η εμπορική χρήση της τελευταίας αυτής γενιάς ανδροειδών τα διασπείρει σε όλον τον κόσμο, από τον Καναδά ως τη Σαουδική Αραβία όπου, σε μια ειρωνική αποστροφή καταλήγουν κυρίως τα θηλυκά - οι Εύες). Πρόκειται για τεχνολογικά θαύματα απολύτως όμοια με τα ανθρώπινα όντα, που έχουν αποθηκευμένη στη μνήμη τους την παγκόσμια γραμματεία, και μάλιστα είναι ικανά να τη χρησιμοποιήσουν τη σωστή στιγμή. Εχουν ακόμη πρόσβαση σε αρχεία δημοσίων οργανισμών, στα δικαστικά πρακτικά, και σε ένα πλέγμα επεξεργασμένων πληροφοριών - γεωγραφικών, νομικών, οικονομικών, θεσμικών κ.ά. Ο εν λόγω Αδάμ π.χ. τσιτάρει τακτικά και με άνεση Σαίξπηρ, τη Βίβλο και άλλα πολλά, μάλιστα απορεί πώς μπορεί να ζει ο ιδιοκτήτης του που δεν έχει ιδέα από λογοτεχνία πέραν της τυπικής εγκυκλίου παιδείας. Επίσης, τα ανδροειδή είναι προσκολλημένα στην έννοια της αλήθειας, άρα δεν κατανοούν τα ανθρώπινα ψεύδη, τις κοινωνικές σκοπιμότητες και κυρίως τη σχετικοποίηση των ηθικών κατηγοριών. Απαξ και υπάρχει ένας νόμος στο ηλεκτρονικό μυαλό τους, είναι εντελώς άνευ νοήματος η παράκαμψή του. Η στρέβλωση της ηθικής δεν έχει θέση στο σύμπαν τους και οφείλει να τιμωρείται απαρεγκλίτως. Με άλλα λόγια, είναι απολύτως απροετοίμαστα για την επιβίωση σε έναν πραγματικό κόσμο με περιβαλλοντική υποβάθμιση, βία, πολέμους, ακραίες ανισότητες, απάτες, λαϊκισμό, ζήλιες, ανταγωνισμούς κ.ο.κ. Σε έναν κόσμο χωρίς τα πιο πάνω δεν θα είχε βέβαια θέση η μεγάλη λογοτεχνία, λέει κάποια στιγμή ο Τσάρλι, και ο Αδάμ ανταπαντά ότι τότε τον λόγο θα έχει η κρυστάλλινης καθαρότητας μορφή των χαϊκού, ικανή να παγιώσει την ομορφιά των πραγμάτων. Εχει μάλιστα συνθέσει κάπου 2.000 χαϊκού προς τιμήν της Μιράντα.
Αυτή η προσκόλληση στην αλήθεια και μόνο σε αυτήν είναι που θα συγκρουσθεί με τη σχετικοποιημένη και διαρκώς μετακινούμενη ανθρώπινη ηθική. Φέρ' ειπείν, ο Τσάρλι στοχεύει στον πλουτισμό και έχει αφιερωθεί στο χρηματιστήριο, παρά το ότι έχει σπουδάσει ανθρωπολόγος. Οι προηγούμενες επαγγελματικές του απόπειρες απέτυχαν και σπατάλησε την οικογενειακή κληρονομιά για να αγοράσει το ανδροειδές του, τον Αδάμ. Τώρα, με όπλο τον Αδάμ και την εκπληκτική υπολογιστική του ικανότητα θα αρχίσει όντως να κερδίζει χρήματα σε σημείο που μπορεί κάποια στιγμή να καπαρώσει την πολυτελή κατοικία ενός ροκ σταρ. Μόνο που λογαριάζει χωρίς τον Αδάμ, που έχει πλέον συσσωρεύσει εμπειρίες από την πραγματική ζωή, και υπεξαιρώντας τα χρήματα του αφεντικού του (τα θεωρεί ευλόγως δικά του), τα διαθέτει σε κοινωφελείς σκοπούς. Ιδού λοιπόν μια καθοριστική σύγκρουση ηθικών σφαιρών. Ο Αδάμ απλούστατα είναι απροσάρμοστος στα ανθρώπινα.
Κρίση για τρεις
Η δεύτερη και καθοριστικότερη σύγκρουση αφορά τη Μιράντα, την 23χρονη φίλη του Τσάρλι, μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια και ζει στο από πάνω διαμέρισμα. Η φιλία των δύο παίρνει τον δρόμο του έρωτα (αργότερα, του γάμου) και όλα βαίνουν καλώς, αν και η Μιράντα αποφασίζει πρόσκαιρα να πειραματισθεί ερωτικά με το ανδροειδές. Επέρχεται κρίση στο ζεύγος και ένας συγγραφικά εύκολος συμβιβασμός. Ωστόσο η απρόβλεπτη συνέπεια της πράξης της Μιράντα είναι ότι ο Αδάμ δηλώνει ερωτευμένος μαζί της. Είναι η πρώτη ένδειξη ότι και τα ρομπότ έχουν αισθήματα, όπως άλλωστε μας είχε διδάξει δύο αιώνες πριν η Μέρι Σέλεϊ με τον Φράνκενστάιν της, και αργότερα ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ στο 2001, Η Οδύσσεια του Διαστήματος ή ο Φίλιπ Ντικ στο εμβληματικό Μπλέιντ Ράνερ. Ο Αδάμ, υπακούοντας στις ηθικές του παραδοχές υπόσχεται στο αφεντικό του να μην επαναληφθεί η πράξη, και θα το τηρήσει, ωστόσο η ένταση θα κυριαρχεί έκτοτε. Από τη μεριά της η Μιράντα αφιερώνεται μεν στον έρωτά της με τον Τσάρλι, αλλά κρύβει ένα σοβαρό μυστικό ως προς το οποίο ο κομπιούτερ είναι εξ αρχής επιφυλακτικός. Προειδοποιεί μάλιστα τον Τσάρλι γι' αυτό, και η σκιά φωτίζεται μόνο περί το μέσον της αφήγησης. Η Μιράντα, προκειμένου να εκδικηθεί την αυτοκτονία της παιδικής της φίλης (για την οποία νιώθει κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνη), παγιδεύει τον βιαστή της (διόλου πειστικά) συνευρισκόμενη ερωτικά μαζί του (μπράβο κουράγιο!) και δηλώνοντας στην αστυνομία ότι βιάστηκε. Ετσι, ο βιαστής κλείνεται στη φυλακή, αλλά για τη λάθος υπόθεση. Ο Αδάμ δεν μπορεί να κατανοήσει την ψευδομαρτυρία ως δίκαιο συμψηφισμό και όσο και αν προασπίζεται τη Μιράντα κατά πιθανής εις βάρος της βιαιοπραγίας, υποβάλλει την αναφορά του στην αστυνομία, με αποτέλεσμα η αγαπημένη του να βρεθεί στη φυλακή. Ο ίδιος ο Αδάμ θα το πληρώσει με τη ζωή του, σε μια εποχή πάντως όπου τα ανδροειδή ανά τον κόσμο αυτοκτονούν το ένα μετά το άλλο, μη μπορώντας να προσαρμοσθούν, απ' ότι φαίνεται, σε έναν κόσμο που δεν αντιστοιχεί με τις ορθολογικές προδιαγραφές της κατασκευής τους, αλλά και μη μπορώντας να ζήσουν χωρίς νόημα, χωρίς αναμνήσεις, χωρίς καν παιδική ηλικία και ιστορία.
Ο ενθουσιασμός του ΜακΓιούαν για τις φυσικές επιστήμες συχνά προδίδει υπερβολική σπουδή να ενσωματώσει το φανταστικό στο πραγματικό. Οι παράλληλες ιστορίες που ανασύρει η μνήμη παραμένουν παράλληλες, χωρίς οργανική σύνδεση με το κυρίως σώμα της ιστορίας. Αυτές οι ενότητες όπως και το υπερβολικά παρατεταμένο λυρικό τέλος μοιάζουν γραμμένα από άλλο χέρι, σαν να κουράστηκε πια ο 70χρονος συγγραφέας και ο εκδότης να ανέθεσε την ολοκλήρωση του έργου σε ομάδα ghost writers. Πράγματι, στο τελευταίο τρίτο του βιβλίου έχουμε απώλεια της αίσθησης οικονομίας και αληθοφάνειας, με τα κίνητρα των ηρώων να μπερδεύονται, με σημαντικά πράγματα να συντέμνονται σε μερικές αράδες και ασήμαντα να εκτείνονται σε ολόκληρα κεφάλαια. Πάρα πολλές στροφές της αφήγησης πακετάρονται με αίσθημα κατεπείγοντος και συχνά άνευ λόγου. Το νεαρό ζεύγος θέλει αίφνης να υιοθετήσει παιδί και μπαίνει στη σχετική επώδυνη διαδικασία. Εκδράμουν όλοι μαζί για να γνωρίσουν τον μετανιωμένο βιαστή της φίλης και τελικά ο Αδάμ του σπάει τον καρπό. Επισκέπτονται επίσης όλοι μαζί τον άρρωστο συγγραφέα πατέρα της Μιράντα σε ένα άνευ οργανικής σημασίας μακρύ επεισόδιο. Ακόμη και το τελικό χάδι του Τσάρλι προς το αδρανοποιημένο πλέον ρομπότ, μοιάζει με συγγραφική συνταγή βγαλμένη από κομπιούτερ της λιγότερο εξελιγμένης γενιάς. Επιπλέον, παρελαύνει κάθε είδος πολιτικής ορθότητας των ημερών: η βιασθείσα φίλη είναι επιπροσθέτως μουσουλμάνα, γι' αυτό άλλωστε αποκρύπτει με όρκο σιωπής τον άτεχνα δοσμένο βιασμό της. Παρελαύνει επίσης το στερεότυπο του κακοποιημένου και εγκαταλειμμένου παιδιού, η έννοια της υιοθεσίας, και η διά της θρησκείας κατακτηθείσα οδός της μετάνοιας για τον φυλακισμένο βιαστή. Συν η υποδόρια ομοφυλοφιλική τάση του Τσάρλι προς τον Αδάμ. Απουσιάζει περιέργως το κίνημα #Μetoo, μάλλον θα ξεχάστηκε.
Ρετρομελλοντισμός
Στο μυθιστόρημα όλα συμβαίνουν όχι στο μέλλον αλλά σε ένα είδος ρετρομελλοντισμού, όπως έχει ονομασθεί η τεχνοτροπία της εμφύτευσης στο παρελθόν των προσδοκιών του μέλλοντος. Πρόκειται για μια Βρετανία όπου ο Τόνι Μπεν των Εργατικών κατανικά τη Θάτσερ, όπου ο πόλεμος στα νησιά Φόκλαντ έχει ταπεινώσει τη χώρα, όπου ο κομμουνιστής Μαρσέ κυβερνάει τη Γαλλία αντί του Μιτεράν και ο πρόεδρος Κάρτερ έχει κατατροπώσει τον Ρόναλντ Ρέιγκαν. Επίσης, σε μια τεχνολογική αναστροφή όχι επιστημονικά παραδεκτή, στους δρόμους κυκλοφορούν πρωτίστως ηλεκτρικά οχήματα άνευ οδηγού. Γιατί; Δεν το γνωρίζω, καθώς αυτό που ονομάζεται εναλλακτική ιστορική μυθοπλασία έχει συνήθως κάποια συνοχή και κυρίως κάποια αιτία. Εμφανίζεται επίσης ολοζώντανος αν και ηλικιωμένος πια, ο εκ των πατέρων της επιστήμης των υπολογιστών Αλαν Τιούρινγκ που στην πραγματικότητα είχε πεθάνει στα σαράντα τέσσερά του (τo 1954), δυσφημισμένος ως ομοφυλόφιλος (αποκαταστάθηκε πρόσφατα από το Κοινοβούλιο και την ίδια τη βασίλισσα). Ο Τιούρινγκ λοιπόν εισάγεται ενεργά στην αφήγηση με τον Τσάρλι μέγα θαυμαστή του. Ο επιστήμονας τον καταδικάζει προς το τέλος γιατί δεν κατανόησε εγκαίρως την ικανότητα ενσυναίσθησης ή αλλιώς τη γένεση συνείδησης διά μέσου της κτηθείσας εμπειρίας στα ανδροειδή.
Εχουμε εν κατακλείδι τη γνωστή ρέουσα γραφή του ΜακΓιούαν σε ένα άρτια μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά βιβλίο. Πραγματολογικά, ωστόσο, το βιβλίο αποδεικνύεται δύσκολο για τον μη θετικό επιστήμονα αναγνώστη, λόγω ακριβώς της επιδεικτικής παράθεσης άφθονης επιστήμης. Υπάρχουν ευφυή κομμάτια αλλά και αναιτιολόγητες παραδοχές, όπως και άκεφες επαναλήψεις από προηγούμενα έργα του (ακόμη και το θέμα του δήθεν βιασμού εμφανίζεται στην Εξιλέωση). Μοιάζει γραμμένο από τουλάχιστον δύο διαφορετικούς ανθρώπους (ευτυχώς όχι ανδροειδή, εκτός κι αν κάτι μου διαφεύγει). Μια τελευταία σκέψη: μήπως η κωμωδία του Brexit συνιστά δείκτη καθολικής παρακμής της βρετανικής κοινωνίας;
Ιαν ΜακΓιούαν
Μηχανές σαν και μένα
Μτφ. Κατερίνα Σχινά
Εκδ. Πατάκη,
σελ. 415
Τιμή 17,70 ευρώ
