Μέσα στο πλήθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η σημερινή κυβέρνηση, αξίζει να σταθεί με τη δέουσα προσοχή στην Εκθεση των αποτελεσμάτων του Προγράμματος PISA του 2018 που δημοσιεύτηκε πρόσφατα. Πρόκειται για έναν διεθνή διαγωνισμό που γίνεται κάθε τρία χρόνια και παίρνουν μέρος σε αυτόν μαθητές που βρίσκονται στο τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσής τους, δηλαδή είναι περίπου 15 ετών, και προέρχονται από όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Ο διαγωνισμός αυτός αποσκοπεί στην εκτίμηση των μαθησιακών τους αποτελεσμάτων σε τρία αντικείμενα: την κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια η θέση της χώρας μας στην παγκόσμια κατάταξη είναι όχι μόνο απογοητευτική, αλλά και χειροτερεύει συνεχώς και στους τρεις τομείς. Ειδικότερα, από το 2009 και μετά, οι επιδόσεις των ελλήνων μαθητών βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των 37 χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ στον τελευταίο διαγωνισμό του 2018 και η Τουρκία βρίσκεται σε καλύτερη θέση. Είναι γνωστό ότι η εκπαίδευση αποτελεί τον πιο κρίσιμο πυλώνα της αναπτυξιακής διαδικασίας και ότι δημιουργεί το ανθρώπινο κεφάλαιο το οποίο βρίσκεται στη ρίζα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης μιας κοινωνίας.

Το χειρότερο είναι ότι στη χώρα μας οι μαθητές από τα υψηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα είχαν καλύτερες επιδόσεις σε αυτόν τον διαγωνισμό. Αυτή η διαπίστωση δείχνει ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα όχι μόνο αποτυγχάνει στη δημιουργία ανθρώπων με χρήσιμες γνώσεις, κριτική σκέψη και δεξιότητες, δηλαδή σε αυτά που βελτιώνουν το ανθρώπινο κεφάλαιο, αλλά αποτυγχάνει και στον άλλο κρίσιμο ρόλο του, που είναι η συμβολή του στην κοινωνική κινητικότητα. Βέβαια, η χειροτέρευση των επιδόσεων της χώρας μας μεταξύ 2009 και 2018 θα μπορούσε να αποδοθεί στην οικονομική κρίση. Ομως, ενώ η δημόσια δαπάνη για την εκπαίδευση μειώθηκε, η ιδιωτική δαπάνη των ελληνικών οικογενειών συνέχισε να αυξάνεται, έστω και με χαμηλότερους ρυθμούς.

Φαίνεται, συνεπώς, ότι δεν είναι μόνο η έλλειψη οικονομικών πόρων που οδηγεί στην αποτυχία του εκπαιδευτικού μας συστήματος, παρά το γεγονός ότι οι αμοιβές των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων είναι δυσανάλογα χαμηλές.

Ενδεικτικά, ως βασικές αιτίες μπορούν να αναφερθούν η ανεπαρκής αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων και των εκπαιδευτικών, η υπονόμευση της προσπάθειας για αριστεία, η πλημμελής επιμόρφωση των διδασκόντων, η ακαταλληλότητα των σχολικών βιβλίων και πάνω από όλα η ίδια η μαθησιακή διαδικασία, που ενισχύει την αποστήθιση, αντί της κριτικής γνώσης και της ανάπτυξης δεξιοτήτων από τους μαθητές προκειμένου να αντιμετωπίζουν καθημερινά προβλήματα.

Οσο πιο γρήγορα η πολιτική εξουσία και η ελληνική κοινωνία συνειδητοποιήσουν ότι με ελλειμματική δημόσια εκπαίδευση δεν μπορεί να προχωρήσει η χώρα μας σε κανένα τομέα, τόσο πιο εύκολα θα συμφωνήσουμε ότι πρέπει να αφιερώσουμε περισσότερους πόρους και να προχωρήσουμε συναινετικά στις μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για να ξεφύγουμε από τη σημερινή κατάσταση.

Ο καθηγητής Ναπολέων Μαραβέγιας είναι διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Οικονομικής Πολιτικής, Διακυβέρνησης και Ανάπτυξης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός