Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ο άντρας είναι αυτός ο ίδιος που αναζητεί εκείνο τον άλλο. Ή ίσως το αντίστροφο. Λίγο μπερδεμένο; Μπορεί, ωστόσο όλα αιτιολογούνται στις μέρες μας υπό τον γενικό τίτλο «Σε αναζήτηση ταυτότητας» ή κάτι παρόμοιο. Στα 74 σου όμως; Μπορεί και τότε, ίσως τότε περισσότερο από άλλοτε. Κυρίως αν έχεις απομείνει μόνος να αναμετριέσαι με τα λάθη σου, με το τι πήγε στραβά με το παιδί σου, με τα αν έπρεπε να δουλέψεις περισσότερο τη σχέση με τη γυναίκα σου, με το γιατί εγκατέλειψες μια πολλά υποσχόμενη αγάπη, ή γιατί επιθυμείς όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να επιστρέφει αυτή που μόλις ώθησες να φύγει. Λίγο εφηβικό ακούγεται; Μπορεί, αλλά όπως και να 'χει όλοι παραμένουμε λίγο έφηβοι παρά τους πόνους των αρθριτικών. Πρόκειται εδώ για έναν σπουδαίο θεατρικό συγγραφέα και διηγηματογράφο, με καλά αφομοιωμένη την αμερικανική παράδοση (από τον Ευγένιο Ο' Νιλ ως τον Εντουαρντ Αλμπι και από τον Μαρκ Τουέιν ως τον Τζον Φορντ) που πρακτικά εκθέτει τους εφιάλτες του λίγο προ του θανάτου, ενώ από το παράθυρό του ακούει τα απόμακρα ουρλιαχτά των κογιότ που κατασπαράσσουν ένα θύμα τους. Οι θεματικές γραμμές φέρνουν στο νου το έργο του Σέπαρντ «Ενα λάθος του μυαλού» (1985) που παίχτηκε και στη χώρα μας.
Το βιβλίο είναι δοσμένο σε σύντομα, άνισα ως προς το βάρος τους κεφάλαια, εμπροθέτως - υποθέτω - ετεροβαρή. Σε ορισμένα από αυτά ο Σέπαρντ θυμάται τις δυσκολίες στη σχέση με τον πατέρα του που τον έσερνε από δω κι από κει κάνοντας δουλειές που δεν θα τις χαρακτήριζες κι αξιοζήλευτες σε κτηνοτροφικές και βιομηχανικές μονάδες. Ο τόπος όπου ζει τώρα θυμίζει το ανθρωπολογικό τοπίο των Νοτιοδυτικών Πολιτειών, το Νιου Μέξικο ίσως ή την Αριζόνα, όπως και οι τόποι του παρελθόντος του. Μόνο που οι καουμπόηδες, οι βακέρος, οι Ινδιάνοι Κομάντσι, οι ανιχνευτές, οι παγιδοθηρευτές και οι σαμάνοι οδηγούν τώρα πια Μπε Εμ Βε κάμπριο, κάνουν μπάρμπεκιου σε αχανή πάρκινγκ δίπλα στο ποτάμι που διασχίζει την έρημο ενώ οι κυράδες τους πίνουν ανθρακούχα νερά διαίτης από πλαστικά μπουκάλια. Η Αγρια Δύση είναι απλή απομίμηση του μυθικού παρελθόντος της.
Ο πατέρας λοιπόν πίνει συστηματικά. Πηδάει με τις ώρες μια ανήλικη που ουρλιάζει τόσο μέσα στην ανοργασμική παραφορά της, που ο τότε 13χρονος αφηγητής βλέπει τερατώδη ζωάκια να βγαίνουν από το στόμα της. Το περιστατικό φιλοδοξεί ίσως να παραπέμψει σε Ιερώνυμο Μπος αλλά καταλήγει να θυμίζει καρτούν. Το ίδιο σκηνικό θα επαναληφθεί έπειτα από καιρό όταν η νεαρά ξεπαρθενεύει τον ήρωα. Ο πατέρας συλλαμβάνεται για αποπλάνηση, η νεαρά (ονόματι Φελίσιτι, σημειωτέον, δηλαδή Ευτυχία) περιφέρεται στις ερημιές και τραγικώ τω τρόπω θα βρεθεί κρεμασμένη δίπλα στον αυτοκινητόδρομο. Αναμενόμενο - όπως αναμενόμενο είναι να ανακαλεί τα περιστατικά ο ήρωάς μας στας δυσμάς του βίου του, διερωτώμενος (ελλειπτικά) σε τι βαθμό τον καθόρισαν.
«Οχι μόνος»
Τα πιο πάνω δίνονται σε συνειρμικά κεφάλαια, σκόρπια στο βιβλίο, παράλληλα με άλλες ιστορίες του παρόντος και του παρελθόντος. Λ.χ. σε σειρά κεφαλαίων που τιτλοφορούνται «Εκβιαστικός Διάλογος» μια νεαρά τον ενημερώνει τηλεφωνικώς ότι θέλει να γίνει κι αυτή συγγραφέας και ως πρώτο βήμα θα δημοσιοποιήσει σε βιβλίο τους διαλόγους τους που τους έχει ηχογραφήσει. Ο διάσημος ήρωάς μας την προειδοποιεί ότι πρόκειται για λογοκλοπή κατά βάθος όμως φοβάται πως θα ρεζιλευτεί κατά τον αμερικανικό τρόπο. Με τα πολλά ο θεατρικά δομημένος αυτός διάλογος εξελίσσεται σε μια συζήτηση που μπορεί να συμπυκνωθεί στο τι πήγε στραβά στη σχέση τους, ή αλλιώς στην αναντιστοιχία των προσδοκιών του ενός και του άλλου. Αλλά ο Σέπαρντ ταλανίζεται πρωτίστως από το αναπάντητο ερώτημα αν όφειλε να μείνει με μια γυναίκα ή να προτιμήσει τη νομαδική ζωή. Η μοναξιά των απέραντων αμερικανικών πεδιάδων αλλά και εκείνη των γηρατειών τον καταβάλλει, αλλά όπως τόσοι και τόσοι βιάζεται μονίμως να πάει παρακάτω - κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αναπολεί τρυφερά τη σύζυγό του που τον επισκέπτεται αραιά και πού, διερωτώμενη νοσταλγικά μαζί του, πώς οι δυο τους κατάφεραν και έβγαλαν τόσο καλά παιδιά. Αναπολεί και κάποια άλλη επισκέπτρια του προσφάτου βίου του που τον εγκαταλείπει μέχρι που τον σφίγγει η μοναξιά και την αναζητεί σε μοτέλ και βενζινάδικα για να τη φέρει πίσω. Οπως λέει και η Πάτι Σμιθ στον πρόλογό της, «Είναι ένας μοναχικός που δεν θέλει να είναι μόνος».
Πρωτίστως γυναίκες λοιπόν και μόνο δευτερευόντως συγγενικές σχέσεις παρελαύνουν σε αυτό το κολάζ ανάκλησης του παρελθόντος, όπου η κόλλα δεν μοιάζει να έχει στεγνώσει καλά. Μπορεί κανείς να υποθέσει εύκολα ότι πηγές έμπνευσης του συγγραφέα ήταν ταινίες «τελικού απολογισμού» σαν το 8½ του Φελίνι, το All that Jazz του Μπομπ Φόσε ή και το Ο άντρας που αγαπούσε τις γυναίκες του Μπλέικ Εντουαρντς. Επιπροσθέτως, η φυγή και ο νόστος είναι οι δυο πόλοι που διέπουν μεγάλο μέρος της επικής αμερικανικής γραμματείας (και φιλμογραφίας). Εδώ που τα λέμε η κατάκτηση της Δύσης προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Μόνο που δεν έχουν μείνει στις μέρες μας και πολλές ερημιές για να εποικήσει κανείς φτιάχνοντας τη δική του εστία - όπως οι πιονέροι προπάτορες -, ενώ η μοναξιά βαραίνει υπερβολικά στους ώμους του ύστερου Σέπαρντ για να του επιτρέψει να συνθέσει το κολάζ του έτσι που να δώσει την αίσθηση ενός παζλ - μιας ιστορίας που συντίθεται σταδιακά ώστε να οδηγηθούμε στην κάθαρση. Σε κάθε περίπτωση οι ανοιχτοί ορίζοντες είναι παρόντες, το τοπίο και η συνάδουσα ερζάτς μυθολογία του ομοίως, ενώ η κινηματογραφική εικόνα του Σέπαρντ δεν μας εγκαταλείπει ούτε στιγμή - ίσως μάλιστα συνοδευόμενη από εκείνη της πρώην συμβίας του Τζέσικα Λανγκ. Δικαίωμά μας, υποθέτω.
Σαμ Σέπαρντ
Ο άλλος μέσα του
Μτφ. Χίλντα Παπαδημητρίου, πρόλογος Πάττι Σμιθ,
Πατάκης, 2019, σελ. 242