Η Λωρραίνη υπήρξε θέατρο αιματηρών μαχών στη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Μήλον της Εριδος μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, άλλαξε συχνά χέρια διά μέσου της Ιστορίας λόγω και της χωροθέτησής της στην καρδιά της βιομηχανικής Ευρώπης, δίπλα στο Λουξεμβούργο και στο Βέλγιο, και δυο βήματα από τη μεγάλη υδάτινη φλέβα της ηπείρου, τον Ρήνο. Ο 40χρονος Νικολά Ματιέ, κάτοχος του βραβείου Γκονκούρ 2018, τοποθετεί την ιστορία του σε μια μικρή επαρχιακή εργατούπολη, την Εγιάνζ, τόπο σημαντικών επενδύσεων στη χαλυβουργία και στην εξορυκτική βιομηχανία ήδη από τον 19ο αιώνα. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ωστόσο, οι μεγάλες μονάδες της ευρύτερης περιοχής αρχίζουν να βάζουν λουκέτο υποκύπτοντας στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και η πόλη γεμίζει ανέργους, απαξιωμένους και απογοητευμένους ανθρώπους. Η κουλτούρα της εργατικής τάξης υποχωρεί, ποικίλες συνδεόμενες με τη βιομηχανία δραστηριότητες εξαφανίζονται, ενώ οι μεσήλικοι της περιοχής ζουν πλέον με τα επιδόματα της πρόνοιας, τσοντάροντας στο εισόδημά τους με ποικίλους τρόπους και νοσταλγώντας το παρελθόν.
Τα πράγματα είναι χειρότερα για μια νεολαία που δεν έχει καμία προοπτική πέραν της περιστασιακής απασχόλησης σε δευτερεύουσες κακοπληρωμένες δουλειές. Κάποιοι βγάζουν το σχολείο με το ζόρι, κάποιοι ούτε αυτό, ενώ οι γόνοι των σχετικά πιο ευκατάστατων οικογενειών μπορούν, έστω και κάπως άκεφα, να φύγουν για σπουδές στο κοντινό Νανσί ή στο μακρινό Παρίσι. Οι πάντες καπνίζουν μαύρο και σπανιότερα σνιφάρουν κόκα, καβαλάνε μηχανές, πάνε σε σχολικά πάρτι και πίνουν του σκοτωμού, ενώ κυριαρχεί και μια σχετική σεξουαλική ελευθεριότητα, ομοιόμορφα κατανεμημένη στα ποικίλα ηλικιακά και κοινωνικά δίκτυα που περιγράφονται στο βιβλίο.
Γάλλος και Μαροκινός
Ο συγγραφέας πάντως επικεντρώνεται στις νεαρότερες ηλικίες και στα χαμηλότερα στρώματα, όπου ανήκε κατά δήλωσίν του και ο ίδιος τα χρόνια εκείνα. Οι δυο βασικοί ήρωες του βιβλίου, ο Αντονί και ο Χασίν, είναι δυο έφηβοι οι γονείς των οποίων συμβαίνει να φυτοζωούν, απολυμένοι από τη δουλειά τους. Ο πρώτος είναι βέρος Γάλλος, ο δεύτερος μαροκινής καταγωγής. Παρακολουθούμε εναλλάξ την ενηλικίωσή τους σε τέσσερα μεγάλα κεφάλαια δομημένα ανά διετία από το 1992 ως το 1998, χρονιά που η χώρα, συνεπαρμένη και πρόσκαιρα αδελφωμένη, παρακολουθεί την Εθνική της να κατακτά το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Παρκ ντε Πρενς (ο θρίαμβος επαναλήφθηκε μάλλον συμπτωματικά πέρυσι, χρονιά έκδοσης του βιβλίου του Ματιέ). Η δράση εκτυλίσσεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, με τους αργόσχολους ήρωες να πλήττουν αφόρητα, να σνιφάρουν, να κάνουν βόλτες ή καμιά βουτιά σε παρακείμενη ρυπασμένη λίμνη, να εμπορεύονται ναρκωτικά, να κυνηγάνε γκόμενες και να πίνουν μπίρες, εχθρευόμενοι παράλληλα τους γονιούς τους, τις αξίες και την όποια παλιοκαιρισμένη ιδεολογία τους. Ειδικά ο Χασίν δεν αισθάνεται διόλου ενσωματωμένος στη νέα του κοινωνία, ενώ απεχθάνεται και το αραβικό περιβάλλον της καταγωγής του. Είναι νταής, στην τάξη τον φοβούνται και φτάνει να κλέψει σε ένα πάρτι τη Σουζούκι 125 που ο Αντονί είχε «δανειστεί» στα κρυφά από τον πατέρα του, τον Πατρίκ. Η μηχανή αυτή θα αποτελέσει και τον κινητήριο μηχανισμό του βιβλίου, καθώς ο Αντονί και η μητέρα του, η Ελέν, θα την αναζητήσουν σε μια επίσκεψη στις εργατικές πολυκατοικίες όπου ζει ο Χασίν με τον πατέρα του. Ο τελευταίος, βαθιά προσβεβλημένος από τη συμπεριφορά του γιου του, θα τον δείρει άσχημα και ο Χασίν για αντεκδίκηση θα κάψει τη Σουζούκι μπροστά στο σπίτι του Αντονί.
Ο Πατρίκ και η Ελέν - ο γάμος των οποίων ήδη καρκινοβατούσε εν μέσω της οικονομικής δυσπραγίας και της διάψευσης των ονείρων τους για μια ασφαλή, σχετικά ευημερούσα ύπαρξη - θα χωρίσουν ως συνέπεια αυτού του γεγονότος. Ο Χασίν και ο πατέρας του θα επιστρέψουν πρόσκαιρα στο Μαρόκο ώστε ο γιος να πάρει το μάθημά του σε παραδοσιακότερο περιβάλλον, αλλά εκεί θα δικτυωθεί με ναρκεμπόρους και θα φτάσει πρόσκαιρα να μεγαλοπιάνεται στη μεγάλη μπίζνα της τροφοδοσίας της ακμάζουσας ευρωπαϊκής αγοράς με το περίφημο μαροκινό χασίσι.
Οι κεντρικοί ήρωες θα ξανασυναντηθούν με αφορμή μια κηδεία, όπου ο Πατρίκ, προασπιζόμενος τον γιο του, θα δείρει άσχημα τον Χασίν ως αντεκδίκηση και θα μπλέξει άσχημα με τη Δικαιοσύνη. Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές του βιβλίου, εικοσάχρονοι πια και συμβιβασμένοι με μια μέτρια ζωή, θα ξανασυναντηθούν προς το τέλος σε μια παράδοξη στροφή της μοίρας, όπου και πάλι μια Σουζούκι 125 θα παίξει πρωτεύοντα συμβολικό ρόλο. Στο μεταξύ, βέβαια, έχει αλλάξει ολόκληρη η οικονομία της περιοχής καθώς η αποβιομηχανισμένη Γαλλία περνάει σε μια οικονομία του τριτογενούς τομέα, με το νεόκοπο μάνατζμεντ, τον τουρισμό, την αναψυχή, τα εμπορικά κέντρα και τις επικοινωνιακές τεχνολογίες να έχουν τον πρώτο ρόλο. Ο Ματιέ περιγράφει μετά λόγου γνώσεως όλους αυτούς τους μετασχηματισμούς της γαλλικής επαρχίας όπως τους έζησε και ο ίδιος ως έφηβος, μαζί με τα νεανικά αδιέξοδα, τις ελπίδες, και τους έρωτές τους.
Ειδικά οι τελευταίοι έχουν κεντρικό ρόλο στο βιβλίο. Ο Αντονί θα παραμείνει κολλημένος σε όλη αυτή την περίοδο με τη Στεφ, κόρη σχετικά ευκατάστατου δημοτικού άρχοντα, ένα στον νου του ιδεατό θηλυκό πρότυπο που φέρνει στο νου τις «Χαμένες προσδοκίες» του Ντίκενς. Η σχέση τελικά θα ολοκληρωθεί, αλλά μόνο πρόσκαιρα, καθώς η Στεφ είναι προορισμένη για άλλους ορίζοντες. Τελικά θα διαφύγει από τα αδιέξοδα της μικρής πόλης κάνοντας τις σπουδές της στο Παρίσι και επιλέγοντας τον Καναδά για την καριέρα της, αφήνοντας τον Αντονί πικραμένο, αλλά σε τελευταία ανάλυση με την αισιοδοξία των είκοσι χρόνων του. Ποικίλοι άλλοι νεανικοί και όχι μόνο έρωτες θα διανθίσουν την αφήγηση με ρεαλιστικές λεπτομέρειες που παρατραβάνε ώρες ώρες και δεν πείθουν πάντοτε, καθώς οι νεαροί εμπλεκόμενοι δείχνουν εμπειρική ωριμότητα που αντιστοιχεί μάλλον σε μεγαλύτερες ηλικίες (και αν….). Οι περισσότεροι ήδη στα 20-22 τους έχουν εξασφαλίσει δι' εαυτούς νέου τύπου αδιέξοδα καθώς έχουν περάσει στη μικροαστική νομιμότητα με οικογένεια, στεγαστικό δάνειο, ένα παιδί καθ' οδόν ή στην κούνια και μια τηλεόραση πλάσμα για να παρακολουθήσουν τον τελικό με τη Βραζιλία.
Γνώση για τα νεανικά ήθη
Η γραφή, ωστόσο, σε έχει ήδη παγιδεύσει με τη φρεσκάδα, την τρυφερή ματιά, τις σκηνικές μεταπτώσεις της, τη βαθιά γνώση του συγγραφέα για τα νεανικά και όχι μόνο ήθη και έθιμα, την παράθεση πολεοδομικών και πολιτισμικών λεπτομερειών, την έλλογη χρήση των πολιτικών παραμέτρων της εποχής (όπως π.χ. το ρίζωμα στη λαϊκή συνείδηση του Εθνικού Μετώπου ως συνέπεια της ανεργίας), την καλή γνώση της κουλτούρας της πάλαι ποτέ εργατικής τάξης, εντέλει την ανάδειξη της κοινωνιολογίας μιας σχετικά άγνωστης ευρωπαϊκής πραγματικότητας (ακόμη και στους ίδιους τους Γάλλους). Επιπλέον ο Ματιέ κάνει συχνά έξυπνες παρατηρήσεις για τα κοινωνικά δρώμενα και διαθέτει χιούμορ.
Ολα τούτα δίνουν ένα μυθιστόρημα στην καλή παλιά παράδοση του τριτοπρόσωπου ρεαλισμού από το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, βγαίνουμε και «πιο μορφωμένοι», όπως θα έλεγαν οι παλιότεροι. Οι αντιστοιχίες μάλιστα με τη δική μας πραγματικότητα των χρόνων της κρίσης είναι σαφείς. Αν υπήρχαν κάποιες υποσημειώσεις και επεξηγήσεις (για γαλλικές μάρκες προϊόντων, εταιρείες, τοπωνύμια, ιστορικά γεγονότα κ.λπ., με τα οποία ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι εξοικειωμένος) και αν κατανοούνταν καλύτερα κάποιοι «γαλλισμοί», το - καλό - μεταφραστικό αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο. Πάντως, έχουμε επιτέλους ύστερα από καιρό ένα καλό, διαβαστερό γαλλικό μυθιστόρημα που δεν προσποιείται κάτι άλλο απ' αυτό που είναι.
{1BSYG}Νικολά Ματιέ {1BSYG}{2BTIT}Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους {2BTIT}{3BEKD}Μτφ. Σοφία Διονυσοπούλου, σελ. 640 Εκδ. Στερέωμα 2019{3BEKD}{4BTIM}Το βιβλίο αναμένεται έως τα μέσα Νοεμβρίου{4BTIM}