Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πει το γνωστό ότι «στην πολιτική υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται». Πλέον, στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων το πρώτο έχει επικρατήσει κατά κράτος. Διαρκής «διακυβερνητική» πολιτική υπογραμμίζει συνεχώς πόσο αποφασισμένοι είμαστε να προασπίσουμε την εθνική κυριαρχία έναντι πάσης επιβουλής. Ομως, η πραγματικότητα οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα. Τα προηγούμενα χρόνια αυτό δεν φαινόταν να έχει μεγάλη σημασία, αν και είχε. Τώρα έχουμε εισέλθει πια ξεκάθαρα σε περίοδο ανακατατάξεων. Η Τουρκία γίνεται συνεχώς επιθετικότερη και πλησιάζουμε σαφώς στο να επιχειρήσει να δημιουργήσει τετελεσμένα και στο Αιγαίο όπως αλλού ήδη έπραξε.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα του δυτικού κόσμου – και πιθανότατα του κόσμου – που είναι υποχρεωμένη επί δεκαετίες να αντιμετωπίζει καθημερινά ξένες παραβιάσεις του εναέριου χώρου της είναι ήδη από μόνο του ένα τετελεσμένο που, κάκιστα, το έχουμε αποδεχθεί ως κανονικότητα ενώ δεν είναι. Οι παραβιάσεις αυτές έχουν πλέον εδώ και αρκετό διάστημα εκτοξευθεί σε απαγορευτικά επίπεδα. Η Πολεμική Αεροπορία τις αντιμετωπίζει με πολύ μεγάλο, εξαντλητικό πλέον, κόστος σε μέσα και, ενίοτε, σε ανθρώπους. Στους ουρανούς του Αιγαίου διεξάγεται καθημερινά ένας ιδιότυπος «Ψυχρός Πόλεμος», που η έντασή του κλιμακώνεται ασταμάτητα. Την ίδια ώρα, στη θάλασσα, η Ελλάδα της πτώχευσης έχει σαφώς επίσης απολέσει την κρίσιμη ιστορική δεδομένη μέχρι πρόσφατα ναυτική υπεροχή της. Η ψαλίδα σκληρής ισχύος των δύο κρατών έχει ανοίξει δραματικά και η πορεία αυτή αναμένεται, ασφαλώς, να συνεχιστεί. Αυτά είναι τα δεδομένα και δεν αμφισβητούνται. Και, επ’ αυτών, η Τουρκία προπαγανδίζει συνεχώς την επιθετικότητά της με άξονα την επιβολή αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης, που αποτελεί ακρογωνιαίο στόχο της πολιτικής της.
Ανεξαρτήτως από το τι λέγεται δημοσίως από τους πολιτικούς παράγοντες της χώρας, η αλήθεια είναι ότι πίσω από τις κλειστές πόρτες άπαντες συμφωνούν ότι η τουρκική επιθετικότητα θα εκδηλωθεί. Αλλά ακόμα πιο μεγάλη σημασία έχει το τι δεν λέγεται από τους επιτελικούς παράγοντες, όπου εκεί ουδείς διατηρεί την παραμικρή αμφιβολία προς αυτή την κατεύθυνση. Ομολογημένα ή μη, όλοι συμφωνούν ότι το κακό έρχεται. Εκεί όμως που δεν συμφωνούν, είναι στο τι κάνουμε εμείς με αυτό. Οι τάσεις είναι δύο: η μία λέει ότι δεν πρέπει να αφήσουμε κανένα περιθώριο στην Τουρκία να δημιουργήσει τετελεσμένα άρα πρέπει, όταν αυτά επιχειρηθούν, η Ελλάδα να αντιδράσει στρατιωτικά. Ιστορία και πραγματικότητα αποδεικνύουν απόλυτα ότι αν υπάρξουν τετελεσμένα, ουδέποτε θα αρθούν. Η άλλη λέει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικά επικίνδυνο και στηρίζει τις ελπίδες της σε ευχές της μορφής «η Τουρκία να βάλει μυαλό», ή «δεν θα επιτεθεί ποτέ σε ευρωπαϊκό έδαφος» ή, αν το κάνει «θα βοηθήσει η Ευρώπη» κοκ. Οι ελπίδες αυτές είναι φρούδες και το έχουν πλέον αντιληφθεί και οι πιο ακραιφνείς οπαδοί τους. Ομως, παρ’ όλα αυτά, λόγω του φόβου, εξακολουθούν να υπάρχουν.
Δυστυχώς, άλλο περιθώριο για αυταπάτες μα και για διχογνωμίες δεν έχουμε. Παρά τα σοβαρά προβλήματα, μπορούμε ακόμα να υπερασπιστούμε αποτελεσματικά την ακεραιότητα της χώρας. Αλλά πρέπει να δούμε την αλήθεια κατάματα. Γιατί όσο κι αν είναι δύσκολη, το αποτέλεσμα του να μην τη βλέπουμε θα οδηγήσει νομοτελειακά σε πολύ δυσκολότερες, επαχθείς συνθήκες την Ελλάδα. Πρέπει λοιπόν να αποφασίσουμε πια τι πραγματικά θέλουμε. Οχι στα λόγια.







