Οι εικόνες του ήταν τα πρώτα χρωματιστά σήματα σε έναν κόσμο κατά βάσιν ασπρόμαυρο. Γελοιογράφος, από εκείνους που εύκολα μπορείς να τους μπερδέψεις με τους ποιητές. Επειδή δεν σχολιάζουν την επικαιρότητα ή τα πολιτικά ήθη αλλά, παραδίπλα, οι βινιέτες τους αποδίδουν τον κόσμο. Δεν τον αντιγράφουν (επειδή δεν είναι αντιγραφείς), δεν τον ερμηνεύουν (επειδή δεν είναι κοινωνιολόγοι). Τον ξαναδημιουργούν, μέσω σχολιαστικών σπαραγμάτων εικόνων της πραγματικότητας οι οποίες φιλτράρονται μέσα από το προσωπικό ιδίωμα, την επιδεξιότητα και την ποιητική ιδιοσυγκρασία καλλιτεχνών όπως αυτός ο ωραίος τύπος.
Ο περί ου ο λόγος ωραίος τύπος ήταν ο περίφημος Μορντίγιο. Επάγγελμα γελοιογράφος. Ή καλύτερα, σχεδιαστής χρωματιστών βινιετών που τις χαρακτήριζε το ποιητικό χιούμορ. Οι δουλειές του κατέκλυζαν τα περιοδικά του δυτικού κόσμου - στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Τη δεκαετία του 1970 ήταν μια ακριβοπληρωμένη διασημότητα. Τα χωρίς λέξεις σκίτσα του, εικαστικά περίπλοκα αλλά τρυφερά και αθώα, κινούνταν γύρω από τα ίδια θέματα. Εκανε σκίτσα για την αγάπη και για τις παρεκτροπές στο όνομά της. Σχεδίαζε ακόμα ζώα με μακρείς λαιμούς. Αλλά το φόρτε του ήταν τα αθλήματα. Πρωτίστως το ποδόσφαιρο - ποιος δεν θυμάται τη βινιέτα όπου σκοράρει όλη η αντίπαλη ενδεκάδα, παίρνοντας μαζί της και την μπάλα και τον τερματοφύλακα στα δίχτυα; Του άρεσε επίσης να σχεδιάζει βινιέτες με αντικείμενο ένα εξωτικό σπορ για τον πολύ κόσμο εκείνα τα χρόνια, το γκολφ.
Ο Μορντίγιο ήταν αγαπητός και στην Ελλάδα, αν και οι έλληνες αναγνώστες τον γνώρισαν λίγο αργότερα. Οι δουλειές του δημοσιεύονταν, κυρίως, στον «Ταχυδρόμο», το πιο μοντέρνο περιοδικό ποικίλης ύλης τα χρόνια μετά τη δικτατορία. Μερικές βινιέτες μπήκαν και στο πιο δημοφιλές περιοδικό κόμικς, τη Βαβέλ. Ηταν εκπρόσωπος της μαζικής κουλτούρας της εποχής - σε μια εποχή που ο Τύπος φιλοξενούσε πολύ περισσότερες δημιουργικές δουλειές απ' όσες φιλοξενεί σήμερα.
Ο Μορντίγιο πέθανε πριν από μερικές μέρες, στην Πάλμα Νόβα της Ισπανίας. Είχε γεννηθεί στις 4 Αυγούστου 1932, στο Μπουένος Αϊρες της Αργεντινής. Οι ισπανοί γονείς του του έδωσαν το όνομα Γκιγέρμο και του έκαναν όλα τα χατίρια. Από μικρός είχε έφεση στο σκίτσο, γι' αυτό και σπούδασε εικονογράφος σε σχολή δημοσιογραφίας.
Ηταν μια περίοδος πολύ σπουδαία για τους καλλιτέχνες του σκίτσου. Στην Αργεντινή, τη δεκαετία του 1950, είχε δημιουργηθεί μια πολύ ζωντανή καλλιτεχνική σκηνή που παρήγαγε κόμικς, είδος πολύ δημοφιλές στο λαϊκό κοινό, το οποίο χάρη σε μερικούς πρωτοπόρους κατάφερνε να έχει, ταυτόχρονα, το κύρος μιας υψηλής τέχνης. Τέτοια πρόσωπα που λειτούργησαν ως πρότυπα ήταν ο σεναριογράφος Εκτορ Οστερχελντ (ο συγγραφέας, που απήχθη από τη χούντα του Βιντέλα και χάθηκαν τα ίχνη του το 1977, μαζί με τον σχεδιαστή Φρανσίσκο Σολάνο Λόπεζ έκαναν, τη διετία 1957-59, τη δυστοπική ιστορία φαντασίας «Ετερνάουτα», ένα κόμικς αναφοράς), ο σχεδιαστής Αλμπέρτο Μπρέσια αλλά και ο μετέπειτα σχεδιαστής του Κόρτο Μαλτέζε, Ούγκο Πρατ, που τότε εργαζόταν στην Αργεντινή .
Ο Μορντίγιο ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία σχδεδιάζοντας, το 1952, ιστορίες του Περό, του σπουδαίου παραμυθά - και κυρίως τους «Μουσικούς της Βρέμης» και «Τα τρία μικρά γουρουνάκια». Εργάστηκε για ένα διάστημα στα κινούμενα σχέδια αλλά, σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους του που αναζητούσαν την τύχη τους στα κόμικς, εκείνος έφυγε το 1955 για τη Λίμα του Περού, όπου του προτάθηκε να εργαστεί στο δημιουργικό μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας. Στο περιθώριο εκείνης της εργασίας, συνέχισε να σχεδιάζει παραμύθια, όπως τους Μύθους του Αισώπου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έφυγε για την Αμερική, εργαζόμενος ως σχεδιαστής και, για ένα διάστημα, στα στούντιο της κινηματογραφικής εταιρείας Paramount της Νέας Υόρκης - μεταξύ άλλων, ήταν στο δημιουργικό τμήμα παραγωγής κινούμενων σχεδίων με ήρωες τον Ποπάι και τη Μικρή Λουλού.
Η ζωή του άλλαξε ξανά το 1965, όταν αποφάσισε να έρθει στην Ευρώπη, στο Παρίσι όπου, από το 1966, άρχισε να δημοσιεύει τις γνωστές μετέπειτα ολοσέλιδες, χωρίς λόγια βινιέτες του στο περιοδικό «Paris Match». Εχει γραφτεί ότι οι βινιέτες του δεν είχαν λόγια επειδή τα γαλλικά του ήταν φτωχά και φοβόταν να χρησιμοποιήσει κείμενο για να μην κάνει λάθος. Γι' αυτό επέλεξε να φιλοτεχνεί σκίτσα χωρίς λόγια.
Κάνοντας στυλ την αδυναμία του κατάφερε να κάνει μεγάλη επιτυχία - και περιοδικά από όλο τον κόσμο άρχισαν να ζητούν για να αναδημοσιεύσουν τη δουλειά του. Ουσιαστικά, στο Παρίσι αναγνωρίστηκε το ταλέντο του. Εκεί συνάντησε και τη μετέπειτα σύζυγό του, την Αμπάρο Καμαράζα, με την οποία έκαναν δυο παιδιά. Μετακινήθηκε είκοσι χρόνια μετά στη Μαγιόρκα. Η περιπλάνηση ήταν στο αίμα του.
Από το 1976 μέχρι το 1981 οι γελοιογραφικές βινιέτες του Μορντίγιο χρησιμοποιήθηκαν από τον σλοβένο καλλιτέχνη Μίκι Μούστερ για να δημιουργήσει μια σειρά 400 κινουμένων σχεδίων μικρού μήκους. Ασφαλώς χωρίς λόγια.
Ο Μορντίγιο δεν είναι πια εδώ. Οι εικόνες του, που κάποτε ήταν το κέντρο, σήμερα μάλλον είναι μια λεπτομέρεια της ιστορίας της παγκόσμιας γελοιογραφίας. Δεν ήταν δηκτικός, δεν ήταν πολιτικά αιχμηρός, δεν εξέφρασε την ανατροπή, δεν έκανε μαύρο χιούμορ. Ηταν τρυφερός, βαθιά ουμανιστικός, με ένα χιούμορ οικουμενικό. Ο κόσμος του ήταν όλος ο κόσμος της εποχής του χωρίς λόγια. Μιας άλλης, τόσο μακρινής εποχής.