«Τι σημαίνει ρεμπέτικο; Είναι τραγούδια αυτών που μπορεί να γυρίζουν ασκόπως ή να ονειρεύονται ή να ρέμπονται (σ.σ.: από την κρητική λέξη «ρέμπομαι»: απολαμβάνω μια θέα με την ησυχία μου). Είναι πολύ ωραία τραγούδια, γραμμένα από νέους». Ο Παναγιώτης Κουνάδης δίνει τον ορισμό του δημοφιλούς μουσικού είδους, για να ακουστεί στη συνέχεια η φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη σαν να βγαίνει από το σπιράλ του χρόνου, απαγγέλλοντας τους στίχους: «Τι κι ελιώσαν, μάνα μου, απ’ τα βουνά τα χιόνια / τι αν θα έρθουν άνοιξες και κελαηδούν αηδόνια / όλα στον κόσμο μάταια τα πάντα ματαιότης / ένα λουλούδι ψεύτικο είναι η ανθρωπότης». Αυτές ήταν οι πρώτες εικόνες από το videowall στο παλιό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας Ζησιμάτος και Υιοί την περασμένη εβδομάδα στη Σύρο, με τις οποίες ξεκίνησαν οι Διάλογοι του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος με τίτλο «Η ιστορία του ρεμπέτικου στη Σύρο». Κι όπως έλεγαν αρκετοί από τους συμμετέχοντες, ποιος φανταζόταν στα χρόνια της ακμής του εργοστασίου ότι το παιδάκι που έκανε μεροκάματα δίπλα στη μητέρα του θα άφηνε τις μηχανές, θα πήγαινε στον Πειραιά και θα γινόταν ο πατριάρχης του ρεμπέτικου;

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ