Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η κυβέρνηση μπορεί να προσπαθεί να χτίσει ένα νέο πολιτικό αφήγημα εν όψει και των βουλευτικών εκλογών του 2019, διαφημίζοντας μάλιστα την προσπάθεια της χώρας να βγει στις διεθνείς αγορές, όμως δυστυχώς πληθαίνουν οι ενδείξεις το τελευταίο διάστημα, ότι η επιστροφή στην κανονικότητα και η λεγόμενη εκτόξευση της ελληνικής οικονομίας, αποτελούν ήδη ένα όνειρο απατηλό.
Πιο συγκεκριμένα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος, βαίνει μειούμενος με τάση που δείχνει να παγιώνεται και μάλιστα προέρχεται από αντίστοιχες μειώσεις τόσο του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής όσο και του αντίστοιχου δείκτη υπηρεσιών.
Η παραγωγικότητα στη χώρα, παρά τις όποιες προσπάθειες καινοτομίας, παραμένει καθηλωμένη και δείχνει μείωση για το 2018 άνω του 1%, ενώ αντίστοιχα η ανταγωνιστικότητα εμφανίζει μείωση μεγαλύτερη του 3% υποδηλώνοντας σημάδια κόπωσης αν όχι πρόδρομο ύφεσης της οικονομίας.
Αν τα παραπάνω στοιχεία συνδυαστούν με το υπέρογκο δημόσιο χρέος που ήδη φθάνει σε επίπεδο ρεκόρ άνω των 320 δισ. ευρώ, την ανεργία να παγιώνεται μεταξύ 18-20%, με επιβραδυνόμενες ενδείξεις αποκλιμάκωσης και τα υψηλά επιτόκια που ζητούν οι διεθνείς αγορές για εκδόσεις πενταετών ομολόγων, τότε σίγουρα δεν μπορεί κανείς να ομιλεί για κανονικότητα, αλλά για μία ασαφή παροδικότητα που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το σύνολο της οικονομίας.
Επίσης οι εκτιμήσεις για την αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα 3 έτη, δεν πρόκειται να ξεπεράσουν στο καλύτερο σενάριο το 2%, όταν απαιτούνται δημοσιονομικά πλεονάσματα του 3,5% για να μπορέσει η χώρα να αποπληρώνει τόκους, αφαιρώντας πολύτιμους πόρους από την πραγματική οικονομία.
Η επιδοματική πολιτική που εξαγγέλλει κατά καιρούς η κυβέρνηση, είναι αποσπασματική και δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο που πρέπει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία σε συνδυασμό με τα παραπάνω δεδομένα, είναι το παραγωγικό κενό που έχει δημιουργηθεί κατά τη δεκαετή σχεδόν περίοδο της κρίσης, που ανέρχεται σε 100 δισ. ευρώ και δεν έχει αναπληρωθεί, ούτε φαίνεται να έχει εκπονηθεί κάποιο στρατηγικό σχέδιο για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, αλλά και ισχυρών φορολογικών κινήτρων για την εγχώρια επιχειρηματικότητα, ώστε να παραχθεί πλούτος και να δημιουργηθούν μόνιμες θέσεις εργασίας.
Η τεχνητή αύξηση του εργατικού κόστους, οι διακυμάνσεις των τιμών στους παραγωγικούς συντελεστές και το υψηλό ενεργειακό κόστος, είναι επίσης σημαντικοί ανασταλτικοί παράγοντες για την εγχώρια οικονομία και τις παραγωγικές της δυνατότητες.
Είναι, λοιπόν, επιτακτική η ανάγκη, η κυβέρνηση να παράξει έργο και να συνεργαστεί με όλους τους αρμόδιους φορείς για τη χάραξη μίας οικονομικής πολιτικής, που θα δώσει υπεραξία στο ΑΕΠ της χώρας, διαφορετικά η διαφαινόμενη στασιμότητα θα παρασύρει σε μία δίνη ύφεσης και στασιμοπληθωρισμού ολόκληρη την οικονομία χωρίς προοπτική ανάκαμψης.
Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός