Η επέτειος πέρασε ανεόρταστη. Κανείς, φαίνεται, δεν είχε κέφι χθες να ανοίξει σαμπάνιες για την επέτειο. Για την τετραετία που συμπληρώθηκε από εκείνη την πρώτη νίκη του Αλέξη Τσίπρα στις εκλογές και τον σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αφού δεν μπορούμε να την κάνουμε ως γιορτή, λοιπόν, αυτή την αναδρομή στο παρελθόν, ας την κάνουμε ως άσκηση μνήμης.

Ηταν – θυμάστε; – μέρες φορτισμένες. Υπήρχαν ανάκατα ευφορία και φόβος, αβεβαιότητα κι ελπίδα. Λίγοι πίστευαν στο παραμύθι πως η πολιτική αλλαγή στην Αθήνα θα πλανιόταν σαν φάντασμα πάνω από την Ευρώπη και θα την άλλαζε εκ θεμελίων. Πως η «συντηρητική νομενκλατούρα της Ευρώπης» (τι έκφραση!) θα έχανε τον ύπνο της, τα μέτρα λιτότητας θα αναστρέφονταν και ελικόπτερα με ευρωπαϊκές σημαίες (ή ρωσικές ή κινέζικες – αν οι Ευρωπαίοι δεν έστεργαν) θα πετούσαν πάνω από τις φτωχογειτονιές σκορπώντας χρήματα. Αλλά πολλοί ήλπιζαν σε μια κάποια αλλαγή. Πολλοί, ακόμη κι αν δεν τους είχαν ψηφίσει, έβλεπαν με χαμογελαστή περιέργεια αυτούς τους γεμάτους αυτοπεποίθηση, κάπως αλαζονικούς νεανίες να κυκλοφορούν στα κυβερνητικά μέγαρα και περίμεναν κάτι. Τώρα πια ξέρουμε. Η μοίρα του Αλέξη Τσίπρα ήταν, εν τέλει, όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις του, να γίνει ο άνθρωπος που συμφιλίωσε μια κοινωνία, που τότε ακόμη ήταν σε άρνηση, με την πραγματικότητα της χρεοκοπίας και τις συνέπειές της. Που εξοικείωσε τον πληθυσμό της πλατείας με την πικρή αρετή της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Θα ήταν ενδιαφέρον, έστω και αν ήταν ακούσιο. Αν το τίμημα δεν ήταν τόσο υψηλό. Και δεν αναφέρομαι στο δημοσιονομικό κόστος του φετιχισμού της «διαπραγμάτευσης», στα περίφημα 100 δισ. που λένε ότι στοίχισε εκείνο το επτάμηνο. Αναφέρομαι στο άλλο κόστος. Στην απογοήτευση, την αποστράτευση, την απώλεια εμπιστοσύνης και ενδιαφέροντος για τα κοινά, που είναι πια το κυρίαρχο κοινωνικό κλίμα. Και το οποίο – αυτός είναι ο κίνδυνος – μπορεί να αποδειχθεί ευνοϊκό για άλλου τύπου εκδοχές βίαιου λαϊκισμού. Τον διακρίνουμε τον κίνδυνο ήδη, να προβάλλει μέσα από τον μακεδονικό πυρετό των ημερών.

Υπήρχε και φόβος, εκείνες τις ημέρες. Εύπιστοι άνθρωποι έπαιρναν τοις μετρητοίς όσα άκουγαν κι έβλεπαν στον ίσκιο των αγραβάτωτων υπουργών φιγούρες επαναστατών που θα έκαναν την Αθήνα Πράγα του ’45, Καράκας ή Πιονγιάνγκ. Οι ψυχραιμότεροι τους καθησύχαζαν τότε: Μην ανησυχείτε, δεν ονειρεύονται επανάσταση οι νέοι ένοικοι του Μαξίμου. Το ΠΑΣΟΚ των αρχών της δεκαετίας του ’80 ονειρεύονται. Ενα κόμμα εξουσίας θέλουν να χτίσουν, να πάρει την θέση των παλιών. Αν και κανείς δεν φανταζόταν ότι αυτή η διαδικασία «βίαιης ωρίμασης», όπως την περιέγραφε ο Γ. Δραγασάκης, θα έκανε, τέσσερα χρόνια αργότερα, τους «Financial Times» να βλέπουν στον Αλέξη Τσίπρα έναν αντάρτη που εξελίχθηκε σε statesman, υποψήφιο για το βραβείο Νομπέλ.

Μα το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα, εκείνες τις πρώτες ημέρες, δεν ήταν το κλίμα στην Αθήνα. Ηταν το κλίμα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Κάπου στο Βερολίνο (και αλλού) κάποιοι όπως ο Σόιμπλε ήλπιζαν πως ο Τσίπρας θα του κάνει τη χάρη που του είχε αρνηθεί ο Βενιζέλος, θα του επέτρεπε να θυσιάσει την Ιφιγένεια, να βγάλει την Ελλάδα από την ευρωζώνη, ώστε διά του παραδείγματος να καταστήσει την Ευρώπη δημοσιονομικά ενάρετη. Αλλά ήταν μειοψηφική αυτή η άποψη. Στις Βρυξέλλες και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες υποδέχονταν τη νέα ελληνική κυβέρνηση πολύ γενναιόδωρα. Εκείνοι που, λόγω Μνημονίου, είχαν υποστεί τη δυσάρεστη εμπειρία να δουν από κοντά τη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος και είχαν κουραστεί από ένα πολιτικό προσωπικό που το έσερναν από τη μύτη οι συντεχνιακά οργανωμένες πελατείες του και που διαπραγματευόταν διαρκώς με έναν κύκλο παρασιτικών επιχειρηματικών συμφερόντων που ήθελαν να διατηρήσουν το προνόμιο να επιβάλουν διόδια στο επιχειρείν εν Ελλάδι – εκείνοι οι Ευρωπαίοι είχαν την προσδοκία πως οι καινούργιοι, οι αδοκίμαστοι, οι άφθαρτοι, θα τα άλλαζαν αυτά. Τώρα πια ξέρουν, όπως ξέρουμε κι εμείς. Οι καινούργιοι, ή έστω οι σημαντικότεροι ανάμεσά τους, βιάζονταν να παλιώσουν. Να μιμηθούν τα φερσίματα των «παλιών». Και μάλιστα στην πιο πρωτόγονη, αρχαϊκή μορφή τους, αναιρώντας το μεταρρυθμιστικό κεκτημένο και τη θεσμική αυτοσυγκράτηση που είχε κερδηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Παρ΄ όλα αυτά, ο κύκλος της τετραετίας δεν θα έκλεινε δυσοίωνα, πολλά θα μπορούσαν να συγχωρεθούν κι ούτε θα ήταν δίκαιο να πει κανείς ότι αυτά ήταν τέσσερα χαμένα χρόνια, αν το κύκνειο άσμα της τετραετίας δεν αποδεικνυόταν τόσο τοξικό, τόσο δηλητηριώδες.

Δεν είναι ότι η κυβέρνηση Τσίπρα, με το βαρίδι του Καμμένου στο πόδι της, μπήκε στη διαπραγμάτευση για το «Μακεδονικό» και κατέληξε σε συμφωνία. Ηταν αναπόφευκτο κι ήταν σωστό να αξιοποιήσει η Ελλάδα το ευνοϊκό μομέντουμ που δημιουργήθηκε διεθνώς για να κλείσει μια συμφωνία. Είναι ότι έτσι όπως διάλεξε να μπει στη διαπραγμάτευση και να φέρει τη συμφωνία, περιφρονώντας το συναινετικό κεκτημένο μιας πραγματικής «εθνικής γραμμής», βγάζοντας τη γλώσσα στην αντιπολίτευση, παίζοντας μικροπολιτικά παιχνίδια «αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού», κατάφερε να ξανανοίξει μια πληγή που είχε επουλωθεί κι ούτε οι ουλές της δεν φαίνονταν πια. Η χώρα είχε διανύσει δρόμο από το 1992, είχε αναγνωρίσει τα τότε λάθη της, είχε εξασφαλίσει μια συμφωνία του πολιτικού της κόσμου, στη μεγάλη του πλειοψηφία, για την επιθυμητή λύση στο πρόβλημα του ονόματος της γειτονικής χώρας. Και να που βρίσκεται τώρα, αναίτια, με την πληγή ορθάνοιχτη να πυορροεί, με μια συμφωνία, η εναντίωση στην οποία απειλεί να μας γυρίσει πίσω στον Φεβρουάριο του ’92, κι έναν κοινωνικό βρασμό που άλλου τύπου κινδύνους μπορεί να φέρει στον αφρό.