Αν και επικαλείται τη ρήση του Βίτγκενσταϊν «μου είναι αδύνατον να πω έστω και μία λέξη για το τι σήμαινε για μένα η μουσική σε όλη μου τη ζωή», ο Γιάννης Ευσταθιάδης έχτισε τις «Αντιστίξεις» του με τόσες λέξεις ώστε πεντακόσιες πυκνές σελίδες να μην είναι αρκετές να τις χωρέσουν. Ομως οι λέξεις από μόνες τους δεν λένε τίποτα. Ο λόγος, οι ήχοι, το φως και η υπαρξιακή αρμονία που αυτές αναδίδουν στις «Αντιστίξεις» είναι που λένε. Οχι τα πάντα, αλλά τελικά ίσως όχι και πολύ λιγότερα.

Ο Ευσταθιάδης είναι από τους ανθρώπους που αποτελούν μία κατηγορία από μόνοι τους. Είναι μοναδικός. Αληθινά. Λεξιπλάστης, διανοούμενος, δόκιμος πολυγραφότατος συγγραφέας και ποιητής, φορέας μιας εκπληκτικής παιδείας προσανατολισμένης σε πλήθος από πεδία, δημιουργεί ασταμάτητα τόση πνευματική παραγωγή και με τέτοια ποιότητα που σχεδόν τρομάζει. Και όλα αυτά, χωρίς να μονοπωλούν την ύπαρξή του. Το πώς, μόνον αυτός το ξέρει. Η ακρίβεια του λόγου του είναι χειρουργική, όμως ταυτόχρονα το αίσθημά του, γλυκό και βαθύ. Υπ’ αυτή την έννοια, τα κείμενά του φέρνουν στον νου τη ρήση ενός μεγάλου, του αρχιμουσικού Georg Szell, ότι οι άνθρωποι πρέπει «να σκέφτονται με την καρδιά και να νιώθουν με το μυαλό». Αυτή η γεύση υπάρχει εξαιρετικά έντονα στη γραφή του Ευσταθιάδη, ειδικά δε σε αυτά τα κείμενα που αποτελούν μια «μαύρη τρύπα» γνώσης, σκέψης, παρατήρησης, ευγένειας και όχι μόνον.

Τα κείμενα των «Αντιστίξεων» δημοσιεύθηκαν επί χρόνια στην ομώνυμη στήλη του στην εφημερίδα «Καθημερινή», ενώ στη συνέχεια εκδόθηκαν σταδιακά σε τρεις τόμους. Σήμερα, έρχονται πια για πρώτη φορά όλα μαζί, πνευματικά και εκδοτικά ολοκληρωμένα, να περάσουν όπως ακριβώς τους πρέπει και, κυρίως, μπορούν από το εφήμερο στο διηνεκές. Και φέρνουν, για πρώτη φορά, μαζί τους κι ένα δώρο: ένα CD με τον ίδιο τον συγγραφέα να διαβάζει επιλεγμένα από αυτά, ντυμένα με μουσική όπως εκείνος την ενέταξε σε εκπομπές του που πριν από χρόνια μεταδόθηκαν άπαξ από το Τρίτο Πρόγραμμα.

Διεθνής γλώσσα

Οι «Αντιστίξεις» στην τελική και ολοκληρωμένη μορφή τους είναι ένα opus magnum του συγγραφέα τους που θα καταφέρει να επικρατήσει στην αδυσώπητη μάχη με τον χρόνο, ο οποίος κρίνει τους πάντες και τα πάντα. Γιατί είναι κείμενα αναφοράς που όμοιά τους δεν έχει δει ξανά όχι μόνον ο ελληνικός Τύπος, αλλά ούτε και η ελληνική εκδοτική παραγωγή συνολικά, ίσως από την εποχή που, πριν από πολλές δεκαετίες, έγραφε για τη μουσική, αν και με εντελώς διαφορετικό τρόπο και οπτική, ο σπουδαίος Μίνως Δούνιας. Ομως ο Ευσταθιάδης δεν γράφει για τη μουσική. Κατά κάποιο τρόπο, η μουσική γράφει για τον Ευσταθιάδη: του δίνει τα ερείσματα, τις αναφλέξεις, τις παραστάσεις κι εκείνος χτίζει πάνω της τον δικό του κόσμο πηγαίνοντας πολύ πέρα από αυτήν. Δεν είναι μάλιστα υπερβολή να πει κανείς ότι πολύ δύσκολα μπορεί να συναντήσει κανείς κάτι σαν τις «Αντιστίξεις» και στη διεθνή γραφή – και πάντως, σε όποιον το γνωρίζει, ο γράφων αυτό το σημείωμα θα ήταν πραγματικά υπόχρεος αν του το υποδείκνυε γιατί θα πρέπει να είναι κάτι που θα αξίζει πάρα πολύ να το διαβάσει κανείς.

Υπάρχει όμως κι ένα λίγο γλυκόπικρο: η προστιθέμενη αξία των «Αντιστίξεων» είναι τέτοια που αναδίδει εν τέλει και μία στενάχωρη σκέψη: αν και δεν μπορεί να τις φανταστεί κανείς σε άλλη γλώσσα από τα ελληνικά, προνομιακό πεδίο του συγγραφέα, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί και τι ορίζοντα απήχησης θα είχαν στον κόσμο τέτοια κείμενα αν είχαν παραδοθεί σε μία από τις μεγάλες σε όγκους γλώσσες. Γιατί υπό μία έννοια – κεντρική όμως – είναι ασφαλώς κείμενα του Κόσμου: δεν χωράνε σε έναν τόπο, προϋποθέτουν, καλλιεργούν, μα και απαιτούν πολύ, βαθύ και πολλαπλό πνευματικό χώρο. Ισως όμως είναι αυτή και μία από τις φορές που, διαβάζοντάς τα, ο αναγνώστης θα νιώσει την κρυφή, σχεδόν ανομολόγητη, χαρά ότι, τελικά, όσο υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν όπως ο Ευσταθιάδης κείμενα σαν αυτά σήμερα στον τόπο και στη γλώσσα μας, τα ελλείμματα και οι αποστάσεις εξαλείφονται διαμιάς.

Δεν χρειάζονται περισσότερα για ένα βιβλίο σαν αυτό. Δεν τα έχει άλλωστε και ανάγκη, ούτε και μπορούν να πουν και πιο πολλά για την ουσία των σελίδων του που αναδίδουν τόσους ήχους, σκέψεις, αισθήματα και εν τέλει φως. Ενα απότομο φινάλε, μιμούμενο αυτοσαρκαζόμενα, άτεχνα και ταπεινά, εκείνο στο πιο υπέροχο από τα Κοντσέρτα για βιολί του Μότσαρτ, αρκεί…

Γιάννης Ευσταθιάδης

Αντιστίξεις (τα τρία βιβλία)

Εκδ. Μελάνι, σελ. 519