Δύσκολο έργο, σαν ξεκαθάρισμα εσωτερικών, προσωπικών λογαριασμών του ίδιου του συγγραφέα. Ο Βρετανός Χάρολντ Πίντερ (Harold Pinter, 1930-2008), επηρεασμένος σε ένα πρώιμο στάδιο από το θέατρο του Παραλόγου και κυρίως τον Σάμιουελ Μπέκετ, με τον οποίο ανέπτυξε, με τα χρόνια, και μια βαθιά φιλία, έχει αφήσει τη σφραγίδα του στον 20ο αιώνα. Το 2005 τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Παράλληλα ανέπτυξε έναν καθαρό πολιτικό λόγο και μια ακτιβιστική δράση, που συχνά, κυρίως μετά τη δεκαετία του ’80, τον έφεφε σε αντιπαράθεση με την πολιτική της πατρίδας του αλλά και της Αμερικής.

Από νεαρή ηλικία έγραφε θέατρο και το πρώτο του έργο παίχτηκε από φοιτητές («Δωμάτιο»). Ακολούθησαν το «Πάρτι γενεθλίων» και ο «Επιστάτης» (1960), που τον καθιέρωσε. Οι «Παλιοί καιροί» («Old Times», 1970) έκαναν πρεμιέρα στο Λονδίνο, στο θέατρο Aldwych από τη Royal Shakespeare Company, την 1η Ιουνίου 1971, σε σκηνοθεσία Πίτερ Χολ – το έργο ήταν αφιερωμένο στα σαραντάχρονα του βρετανού σκηνοθέτη. Εναν χρόνο μετά παίχτηκε στη Βιέννη, ενώ ο Πίτερ Χολ επέστρεψε στους «Παλιούς καιρούς» το 2007.

Ενα παντρεμένο ζευγάρι που ζει στην εξοχή αναμένει την επίσκεψη μιας παλιάς φίλης της συζύγου. Ιστορίες και μνήμες θα ξεπηδήσουν μέσα από μια διήγηση που ούτε γραμμική αποδεικνύεται, ίσως ούτε καν πραγματική. Ανάμεσα σε αυτούς τους τρεις ανθρώπους όλα μοιάζει πιθανό να έχουν συμβεί και την ίδια στιγμή όλα μπορεί να είναι παιχνίδια της φαντασίας, του υποσυνείδητου, του μυαλού. Πάνω απ’ όλα όμως, μοιάζουν παιχνίδια της μνήμης, με το παρελθόν και το παρόν να μπλέκονται επικίνδυνα, χωρίς να μπορεί κανείς να βάλει τα όρια.

Το ενδιαφέρον στους «Παλιούς καιρούς» είναι ότι ο Πίντερ χειρίζεται με λεπτομερή ακρίβεια και δεξιοτεχνία αυτό το ασαφές τοπίο. Και στην παράσταση στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, αυτή την «ισορροπία τρόμου» διατηρεί με την ίδια ακρίβεια ο Γιάννης Χουβαρδάς. Σαν μια χειρουργική επέμβαση όπου και το παραμικρό λάθος θα μπορούσε να τινάξει τα πάντα στον αέρα και να οδηγήσει τον ασθενή στον θάνατο.

Μέσα στο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, που αν και σαλόνι εξοχικής κατοικίας παραπέμπει σε δωμάτιο ψυχανάλυσης, με την πολυθρόνα και τους δύο καναπέδες-ανάκλιντρα, δεσπόζει η μεγάλη οθόνη: εκεί προβάλλονται οι λεπτομέρειες της «εγχείρησης», μέσα από τις κάμερες που χειρίζονται οι ίδιοι οι ηθοποιοί-ρόλοι, εστιάζοντας κατ’ επιλογή κάθε φορά.

Ο Χουβαρδάς ούτε βέβαια προσπάθησε να δώσει λύση στο αινιγματικό αυτό έργο ούτε όμως χάθηκε στις δυσκολίες του. Η σκηνοθεσία του κινείται αργά, φανρώνοντας τις πτυχές ενός «μυστηρίου» που δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ, σαν εκεί να κρύβεται και η γοητεία του. Οσο διαρκεί αυτή η διαδικασία τόσο τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται, με τον σκηνοθέτη να τα υπηρετεί πιστά. Κια αν κατά στιγμές η «ιατρική» προσέγγιση αφυδατώνει τα πράγματα, στο τέλος το «αίμα» της παράστασης κυλάει δυνατά.

Εργο πρωταγωνιστών, οι «Παλιοί καιροί» ευτύχησαν πλήρως. Ο Χρήστος Λούλης – Ντίλι είναι εξαιρετικός καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο γυναίκες και πολλές αφηρημένες έννοιες. Η Μαρία Σκουλά – Κέιτ περνά σταδιακά από την εσωτερικότητα στην ένταση, διαδρομή που ακολουθεί από την αντίθετη πλευρά η Μαρία Κεχαγιόγλου – Αννα. Και οι δύο επιβεβαιώνουν τη βαθιά θεατρική τους υπόσταση.

Η αμεσότητα του Θοδωρή Αθερίδη

Επιλέγοντας το «Art», το έργο – σήμα κατατεθέν της Γιασμίνα Ρεζά, ο Θοδωρής Αθερίδης μεταφέρει με μεγάλη επιτυχία στη σκηνή του Μικρού Παλλάς άλλη μια «δική» του ιστορία. Οχι γιατί την υπόθεση που έγραψε η γαλλίδα συγγραφέας την εμπνεύστηκε από τη ζωή του έλληνα ηθοποιού και σκηνοθέτη. Αλλά γιατί ο Αθερίδης έχει τη δύναμη, με έναν τρόπο σχεδόν αυτονόητο και μαγικό, να κάνει δική του κάθε ιστορία όπου παίζει. Είτε την έχει γράψει ο ίδιος είτε όχι.

Η αμεσότητα και η οικειότητα που εκπέμπει ο Θοδωρής Αθερίδης αποτελούν βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς του και της σκηνικής του περσόνας. Αυτοχαρακτηρίζεται «παμπόνηρος», πράγμα που μπορεί να ισχύει περισσότερο με την έννοια της σκανταλιάς παρά με εκείνη της μηχανορραφίας. Κάπου ανάμεσα στην «τρέλα» και τον «ρεαλισμό», γράφει έργα, παίζει, σκηνοθετεί, κάνει ταινίες, τηλεόραση, ζει…

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη (1965) και απόφοιτος της σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, δεν είναι τυχαίο ότι έκανε το ντεμπούτο του με τους «Αγαμους Θύτες» – ένα θέαμα στο οποίο παίζεις πινγκ – πονγκ με τους θεατές – θαμώνες. Υστερα ήρθε η Δήμητρα Παπαδοπούλου με το τηλεοπτικό «Σ΄ αγαπώ – μ΄ αγαπάς», εκείνο το «εγώ Θοδωρή πότε θα γίνω μάνα…», αλλά και το «Από έρωτα» που μοιράστηκε στη σκηνή του Θεάτρου Αθηνών με τη Σμαράγδα Καρύδη. Και κάπως έτσι άρχισε να ξετυλίγεται το δικό του κουβάρι – στη ζωή και την τέχνη.

Συνυπολογίζοντας όλα όσα έχει κατά καιρούς πει και «εξομολογηθεί», μαζί με τη διάθεσή του να παίρνει δημόσια θέση σε θέματα που τον ενδιαφέρουν, ο Θοδωρής Αθερίδης φανερώνει έναν δικό του, προσωπικό τρόπο. Κι αυτός ο τρόπος είναι και ήσυχος και εύστοχος, αλλά κυρίως εκπέμπει μια αυθεντικότητα, εξού η οικειότητα και η αμεσότητα που δημιουργεί.

Γιατί, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι απλό να μιλάς δημόσια για τον αλκοολισμό σου, τους έρωτές σου, τα οικογενειακά σου. Ο Αθερίδης όμως φαίνεται να ακολουθεί το ένστικτό του και να μεταφέρει τελικά στη σκηνή την αλήθεια του και με αυτή να πορεύεται.