Στα «ΝΕΑ» της 22/12/2018 σχολίασα απόψεις του κ. Θ. Διαμαντόπουλου, τέως Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης, και άλλων. Ολοι τους θεωρούν ότι οι δικαστές δεν επιτρέπεται να ελέγχουν την καθοριζόμενη με νόμους, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δημοσιονομική πολιτική, άρα και τη συνταγματικότητα του ύψους των μειώσεων τόσο των δικών τους αποδοχών όσο και άλλων. Ο κ. Διαμαντόπουλος προτείνει και τρόπους αποφυγής εφεξής αυτού του ελέγχου.

Υπενθύμισα λοιπόν ότι ο δυτικός νομικός πολιτισμός στηρίζεται οργανωτικά, πλην άλλων, και στη διάκριση των εξουσιών, συνέπεια της οποίας είναι ότι το έργο της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας δεν αποτελεί άβατο για τα ανεξάρτητα από τις δύο αυτές εξουσίες δικαστήρια. Αυτά, όπως παρατηρεί και ο καθηγητής της Νομικής Σ. Βλαχόπουλος («Η Καθημερινή» 30/12/2018), οφείλουν να ελέγχουν όχι την ορθότητα της δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά τον σεβασμό των διαδικασιών παραγωγής του νομοθετικού και εκτελεστικού έργου με το οποίο αυτή καθορίζεται και την τήρηση των ορίων εκείνων τα οποία, αν το ανωτέρω έργο τα υπερβεί, παραβιάζεται η ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Προσθέτω: Φυσικά και των συνταγματικών οργανωτικών διατάξεων.

Επανερχόμενος ο κ. Θ. Διαμαντόπουλος («Το Βήμα» 6/1/2019), και ορθότατα επιφυλασσόμενος ως προς το τι έχει πράγματι κριθεί με δικαστικές αποφάσεις ως προς τις μειώσεις των αποδοχών των δικαστικών, διερωτάται αν κάποιος μη νομικός «θα μπορούσε να θεωρήσει ότι κάποιοι δικαστικοί λειτουργοί χρησιμοποιούν μία αμφιλεγόμενη ερμηνεία της ασαφούς συνταγματικής διάταξης (περί αμοιβών ανάλογων προς το δικαστικό λειτούργημα) ως διαρρηκτικό εργαλείο για το δημόσιο ταμείο» και αν «τέτοιες αποφάσεις αναιρούν την ηθική βάση» της καταδικαστικής απόφασης για την καθαρίστρια από τον Βόλο «εφόσον τέτοιες καταδίκες πρωτίστως υποδηλώνουν τη δικαστική ευαισθησία για το δημόσιο χρήμα».

Ετσι, ο κ. Θ. Διαμαντόπουλος δεν επικαλείται πλέον ότι ο έλεγχος του νομοθετικού και εκτελεστικού έργου με το οποίο καθορίζεται η δημοσιονομική πολιτική αποτελεί άβατο για τη δικαστική εξουσία. Χαίρομαι που ήμουν πειστικός.

Δεν επικαλείται όμως ούτε κάποια παράβαση του προαναφερόμενου πλαισίου εντός του οποίου πρέπει να περιορίζεται ο δικαστικός έλεγχος. Διαμαρτύρεται μόνο, ως μη νομικός, για το αποτέλεσμα του ελέγχου, αναφερόμενος όμως αορίστως και στην ύπαρξη μειοψηφιών στις σχετικές δικαστικές αποφάσεις και σε αρνητικό για αυτές σχόλιο καθηγητή Νομικής.

Εντός του ανωτέρω πλαισίου στο οποίο πρέπει να κινούνται, οι δικαστικές αποφάσεις, ως εφαρμογές της νομικής επιστήμης, είναι φυσικό να μην είναι πάντα ομόφωνες. Μερικές μάλιστα φορές υπάρχει οριακή πλειοψηφία σε αμφιλεγόμενα θέματα. Θυμίζω ότι το άρθρο 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος επιβάλλει την υποχρεωτική δημοσίευση των μειοψηφιών. Φυσικό και ευπρόσδεκτο είναι επίσης οι αποφάσεις να αποτελούν, για τη βελτίωση της δικαιοσύνης, αντικείμενο επιστημονικού, από νομικούς, σχολιασμού και κριτικής που επίσης υπόκεινται σε κριτική. Σωστά λέει ο Κ. Καστοριάδης ότι «αν επικαλείται κανείς τη νομική συνείδηση της κοινωνίας …» – συγγενέστατη με αυτήν και η ηθική συνείδηση – «γνώμη της κοινότητας είναι και τα πλήθη της Νυρεμβέργης που χειροκροτούν τον Χίτλερ … ή οι Αθηναίοι που καταδικάζουν σε θάνατο τους στρατηγούς των Αργινουσών».

Συγκρίσεις τελείως άσχετων μεταξύ τους δικαστικών αποφάσεων και επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης δεν συμβάλλουν στη μείωση της παρατηρούμενης έντασης μεταξύ των εξουσιών. Θα σχολίαζα δε περαιτέρω τα γραφόμενα εάν το ύφος και το ήθος τους ήταν διαφορετικά. Για εμένα η συζήτηση έχει λήξει.

Ο Νίκος Ρόζος είναι επίτιμος αντιπρόεδρος ΣτΕ, διδάκτωρ Νομικής Σχολής