Μελετώντας το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών, μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως έχουν χρησιμοποιηθεί εκφράσεις που δεν αρμόζουν σε ισότιμα, κυρίαρχα κράτη που συνάπτουν ελεύθερη διμερή συμφωνία. Και ενώ πολλά έχουν ειπωθεί από συνταγματολόγους για τα παρελκόμενα της συμφωνίας, πολύ λιγότερα έχουν σχολιαστεί από διεθνολόγους.

Αυτό συμβαίνει γιατί, ακόμα και αν θέλαμε, και μπορούσαμε, να εξετάσουμε την αυθεντικότητα και την ελευθερία της βούλησης της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ, μια τέτοια δυνατότητα θα ήταν άνευ σημασίας από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου: κατά το διεθνές συνέδριο για την κωδικοποίηση του δικαίου των διεθνών συνθηκών του 1969, πρόταση χωρών του τρίτου κόσμου να περιληφθεί στους όρους ακυρότητας η άσκηση οικονομικής ή πολιτικής πίεσης αποκλείστηκε χάρη στο lobbying των δυτικών κρατών. Οποιαδήποτε τέτοια παραδοχή θα ναρκοθετούσε το Βεστφαλιανό σύστημα διεθνών σχέσεων.

Από πλευράς ΠΓΔΜ, η τροποποίηση άρθρων του Συντάγματος που αγγίζουν τον πυρήνα της αυτοδιάθεσής της δημιουργεί αντιφάσεις. Μολονότι τέτοιες διατάξεις συνεπεία διεθνούς συμφωνίας δεν είναι καινοφανείς, σπάνια ρυθμίζουν ζητήματα θεμελιώδους πολιτειακής οργάνωσης ή συλλογικής ταυτότητας. Οταν αυτό συμβαίνει, είναι συνήθως αποτέλεσμα ακραίων περιπτώσεων λήξης πολέμων, συγκρούσεων ή σοβαρών πολιτικών μεταβάσεων, όπως συνέβη με το Σύνταγμα του 1963 της Κύπρου κατόπιν των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου του 1959, το Σύνταγμα της Ιρλανδίας, όπως τροποποιήθηκε την επαύριον της Συνθήκης του Μπέλφαστ, το Σύνταγμα της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, το οποίο εμπεριέχει στο λεκτικό του τις Συμφωνίες του Dayton κ.λπ.

Από πλευράς Ελλάδας, μολονότι λιγότερο παρεμβατική φαινομενικά, η Συμφωνία των Πρεσπών υπόσχεται υπέρμετρα πολλά. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα έχει υποχρέωση, μόλις η ΠΓΔΜ ολοκληρώσει τις απαραίτητες συνταγματικές τροποποιήσεις, να «κυρώσει χωρίς καθυστέρηση» τη Συμφωνία των Πρεσπών. Υποχρέωση εφαρμογής ισχύουσας συνθήκης είναι κατανοητή. Αλλά υποχρέωση κύρωσης; Δεν αγνοεί, ή θεωρεί δεδομένες, μία τέτοια διάταξη, τις εσωτερικές διαδικασίες ενός κράτους; Είναι πρωτόγνωρο να υπέχει ένα κράτος διεθνή ευθύνη επειδή η Βουλή του ενδέχεται να μην υπογράψει κάτι που, εν τέλει, δεν υποχρεούται. Επιπλέον, η Ελλάδα, εφόσον τεθεί σε ισχύ η συμφωνία, «θα κυρώσει οποιαδήποτε Συμφωνία εισδοχής [της ΠΓΔΜ] σε Διεθνείς Οργανισμούς στους οποίους [η Ελλάδα] είναι μέλος». Το «θα» υλοποιείται σε πρώτη φάση, με το πρωτόκολλο ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ που θα ψηφιστεί πακέτο με τη συμφωνία. Υπέρμετρες υποχρεώσεις θέτει η συμφωνία στην Ελλάδα και για το μέλλον, καθώς εάν τυχόν διαφωνήσει, φέρ’ ειπείν, με κάποιο κεφάλαιο ένταξης της ΠΓΔΜ στην ΕΕ, ενδέχεται να υπέχει διεθνή ευθύνη εάν προτάξει αντιρρήσεις, έστω και αν αυτές δεν έχουν καμία σχέση με το Ονοματολογικό.

Το πρώτο από τα 14 σημεία του Προέδρου Ουίλσον, στο διάγγελμά του κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η ανάπτυξη ειρηνικών διεθνών συμφωνιών και η απάλειψη της μυστικής διπλωματίας. 101 χρόνια αργότερα, η Συμφωνία των Πρεσπών μάλλον καταδεικνύει πως το πρώτο σημείο δεν έχει χάσει την επικαιρότητά του. Η παρέμβαση τρίτων, ισχυρών παικτών διαφαίνεται έντονα από τη στάση της Ρωσίας που επικαλείται έξωθεν πιέσεις, απειλώντας συγχρόνως πως το ζήτημα πρέπει να συζητηθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Αν κάποιος πιστεύει πως όλα αυτά είναι θεωρίες συνωμοσίας, αρκεί να δει πότε αναγνωρίστηκε επίσημα η ΠΓΔΜ ως «Μακεδονία» από τις ΗΠΑ: την επομένη της απόρριψης του δημοψηφίσματος του Σχεδίου Ανάν από τους Ελληνοκυπρίους, ενόψει του οποίου η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να τηρήσει στάση ουδετερότητας.

Η Αννα – Ειρήνη Μπάκα είναι διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ