Την ξέρω τη Μαρίτσα Μαυραπίδη κι ας μην τη γνώρισα ποτέ. Κατάλαβα ποια είναι όταν την είδα σε εκείνη την εμβληματική φωτογραφία του Λευτέρη Παρτσάλη στη Σκάλα της Λέσβου. Μαζί με τη Μηλίτσα και την Ευστρατία, να ταΐζουν με το μπιμπερό ένα ξένο γι’ αυτές βρέφος, ενώ δίπλα η νεαρότατη πρόσφυγας μητέρα του προσπαθούσε να ανασυνθέσει, με το δέσιμο της μαντίλας της, τη στραπατσαρισμένη από την προσφυγιά θηλυκότητά της. Τις ξέρω τις Μαρίτσες, τις Μηλίτσες και τις Ευστρατίες αυτού του κόσμου. Μπορώ να τις αναγνωρίζω όταν έμαθα να διακρίνω τη «λάμψη» τους πίσω από τα γκρίζα φορέματά τους (πάντα θα υπάρχει κάποιος να πενθήσουν) που μοιάζουν με ρόμπες. Με τα λιγοστά μαλλιά τους τραβηγμένα προς τα πίσω, τα σκεβρωμένα από τη δουλειά και την αρθρίτιδα χέρια, τις πρησμένες από τους κιρσούς γάμπες, τις χαμηλές μάλλινες κάλτσες και τα παντοφλοπάπουτσα.

Μέσα στην Κατοχή μεγάλωσαν οι Μαρίτσες της Ελλάδας, με γονείς πρόσφυγες πολλές από αυτές. Και στη δύσκολη δεκαετία του 1950 έγιναν μάνες. Και δούλεψαν σαν τα σκυλιά, σε σπίτι και σε χωράφια για να αναστήσουν μια γενιά που θα ζούσε καλύτερα από εκείνες. Με το υστέρημά τους σπούδασαν τα παιδιά τους. Καινούργιο φόρεμα έραψαν, ύστερα από χρόνια, όταν παντρεύτηκε το παιδί ή βαφτίστηκε τα εγγόνι τους. Και θυμούνται με λεπτομέρειες τις δεκαπέντε – είκοσι φορές σε όλη τους τη ζωή που πήγαν σε ταβέρνα. Ετσι οι Μαρίτσες έμαθαν να παίρνουν χαρά από την προσφορά. Και να αισθάνονται αμήχανα όταν κάποιος προσφέρει στις ίδιες κάτι. Ντροπαλές σαν κορίτσια και δυνατές σαν γίγαντες. Να αναγνωρίζουν το αυτονόητο εκεί που εμείς ανιχνεύουμε το μεγαλείο.

Σαν να τη βλέπω τη Μαρίτσα να σηκώνεται από το παγκάκι της και, κρατώντας το μπαστούνι της, να ξεκινάει για τον μεγάλο δρόμο. Θυμίζοντάς μας πως αυτή, η μία, είναι τόσο πολλοί ενώ εμείς, οι πολλοί, τόσο λίγοι.