Καθώς φέτος συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Γιάννη Τσαρούχη, πολλαπλασιασμένες, θα έλεγε κανείς, παρουσιάζονται οι ευκαιρίες για να τον θυμάσαι και να τον μνημονεύεις. Μια πρώτης τάξεως τέτοια ευκαιρία υπήρξε το κείμενο του φωτογράφου και συνεργάτη του Τσαρούχη Γιώργου Τουρκοβασίλη, το δημοσιευμένο στα «ΝΕΑ» το περασμένο Σαββατοκύριακο. Αναφερόταν στο θρυλικό για όσους το έζησαν δωματιάκι των δώδεκα τετραγωνικών μέτρων στη rue Dauphine που δεν υπήρξε μόνο ατελιέ αλλά και κατάλυμα του δημιουργού των «Τεσσάρων εποχών» για όσα χρόνια έμενε στο Παρίσι, αλλά και για τα διαστήματα που ταξίδευε στη γαλλική πρωτεύουσα, ενώ είχε μετακομίσει πλέον οριστικά στην Αθήνα. Η φωτογραφία είναι του 1985 και δείχνει τον Τσαρούχη να υπαγορεύει ένα κείμενό του στη σπουδαία σκηνογράφο και ζωγράφο, την πολύ φίλη του επίσης, Λίλα ντε Νόμπιλι.

Τριάντα τέσσερα χρόνια μάς χωρίζουν από τη φωτογραφία αυτή και αναρωτιέται κανείς πού να οφείλεται άραγε η ευφροσύνη που τον πλημμυρίζει στη θέα της και ποιο άραγε θα μπορούσε να είναι ένα περιστατικό της ίδιας εποχής που να προκαλεί ένα αντίστοιχο αίσθημα. Αιφνίδια κάτι σαν αποκάλυψη δημιουργείται μέσα σου. Την ίδια περίπου εποχή με τη φωτογραφία της rue Dauphine, η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας στην Ελλάδα έχει προκαλέσει την οργή της Νέας Δημοκρατίας γιατί τα ψηφοδέλτια είναι χρωματιστά προκειμένου να αναγνωρίζονται μέσα από τους φακέλους και να αποκλειστεί η ευχέρεια να μην ψηφιστεί ο Χρήστος Σαρτζετάκης, τουλάχιστον όσον αφορά τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ.

Ενα περιστατικό που ως ειδησεογραφία είχε ταρακουνήσει για ένα σύντομο έστω χρονικό διάστημα μια χώρα, να το αισθάνεσαι τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα χωρίς σχεδόν καμιά απολύτως σημασία, σε αντίθεση με ό,τι γινόταν μέσα σε ένα δωματιάκι δώδεκα τετραγωνικών μέτρων που το νιώθεις να έχει εξελιχθεί σε ιστορία, αν και ιδιωτικής τάξεως – αλλά γιατί μόνον ιδιωτικής; -, άκρως παρηγορητική. Να δίνει επιπλέον ένα νόημα στον χρόνο που διέρρευσε όσο θα ήταν αδύνατο να εξασφαλίσει το νόημα αυτό ένα συνταρακτικό πολιτικό γεγονός. Και σκέφτεται κανείς με απελπισία τις ανθρώπινες ζωές που ταυτίστηκαν σε τέτοιο βαθμό με τα πολιτικά περιστατικά ώστε η αρρυθμία και κάτι το χαώδες που τα συνοδεύει, να έχουν μεταβληθεί στον μόνο απολογισμό που θα ήταν δυνατόν να επικαλεστούν όσον αφορά τη δική τους ύπαρξη.

Να θυμάσαι δηλαδή ποιος ήσουν γιατί μπορείς να επικαλεστείς τον στρατάρχη Παπάγο, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ δίπλα σου «έτρεχε» το καθαρό μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας που αν την είχες αφήσει να σε αρδεύσει κυριαρχικά θα επέστρεφε σήμερα ανεμπόδιστα το ποιος υπήρξες εσωτερικά εσύ ο ίδιος. Ο Γκράχαμ Γκριν έχει γράψει πως «ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την πίστη σε κάτι που δεν καταστρέφεται». Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι όσο σπουδαία υπόθεση και αν είναι η πολιτική, ο διαρκώς αντικαταστατός όσον αφορά τα πρόσωπα που την υπηρετούν χαρακτήρας και το αναπόφευκτα μαξιμαλιστικό στοιχείο, το συνδυασμένο μαζί της, τη μεταβάλλουν σε έναν φορέα καταστροφής όσον αφορά τη συνέχεια και τον ειρμό που χρειάζεται ο άνθρωπος για να υπάρξει εσωτερικά.