Στην ελληνική συνταγματική τάξη η διάσπαση μιας κυβέρνησης συνεργασίας δεν διαρρηγνύει το τεκμήριο εμπιστοσύνης της Βουλής προς την Κυβέρνηση. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με πρόταση εμπιστοσύνης από την Κυβέρνηση ή πρόταση δυσπιστίας από τη Βουλή την ίδια. Με την ψήφο εμπιστοσύνης που ζήτησε η Κυβέρνηση από τη Βουλή διαμορφώνονται τρία πιθανά σενάρια.

Σενάριο πρώτο: Η πρόταση υπερψηφίζεται από 151 ή περισσότερους βουλευτές. Στην περίπτωση αυτή η Κυβέρνηση συνεχίζει τη θητεία της. Παραμένει η συνταγματική δυνατότητα πρότασης δυσπιστίας από την αντιπολίτευση, εφόσον σε μεταγενέστερο χρόνο διαφοροποιηθούν οι πολιτικοί συσχετισμοί δυνάμεων στη Βουλή.

Σενάριο δεύτερο: Η πρόταση υπερψηφίζεται από την πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών (που προφανώς θα είναι ανώτερη των 120), αλλά δεν συγκεντρώνει 151 ψήφους λόγω ενδεχόμενης αποχής κάποιων κομμάτων ή μεμονωμένων βουλευτών. Η Κυβέρνηση συνταγματικά δεν κωλύεται να συνεχίσει τη θητεία της, εντούτοις ο Πρωθυπουργός δήλωσε ανεπιφύλακτα ότι δεν προτίθεται να συνεχίσει με κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία για προφανείς πολιτικούς λόγους θα ήταν ούτως ή άλλως εξαιρετικά αποδυναμωμένη. Οπότε λογίζεται ότι στην περίπτωση αυτή η Κυβέρνηση θα υποβάλει την παραίτησή της.

Σενάριο τρίτο: Η πρόταση καταψηφίζεται, δηλαδή οι αρνητικές ψήφοι είναι ίσες ή περισσότερες από τις θετικές. Στην περίπτωση αυτή δεν διαλύεται η Βουλή για να οδηγηθούμε σε εκλογές, αλλά, αφού ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάξει την Κυβέρνηση από τα καθήκοντά της, εκκινεί, υπό τον παρόντα συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων, εξαρχής τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών για να διερευνηθεί η δυνατότητα σχηματισμού νέας Κυβέρνησης (όπως ακριβώς θα συμβεί και στο σενάριο της παραίτησης της Κυβέρνησης). Μόνο εάν η διαδικασία αυτή, όπως και η διαδικασία της σύσκεψης υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αποτύχει οδηγούμαστε σε εκλογές με υπηρεσιακή κυβέρνηση από όλα τα κόμματα ή όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής με πρωθυπουργό έναν εκ τω προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων και διαλύεται η Bουλή.

Η πρόταση εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση συνιστά τη μείζονα συνταγματική λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος. Για τον λόγο αυτόν το Σύνταγμα προβλέπει ότι η σχετική διαδικασία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τριήμερη συζήτηση. Εντούτοις, η παρούσα πρόταση θα περιοριστεί ακριβώς στον μισό χρόνο, δηλαδή εκκινεί την Τρίτη το μεσημέρι και ολοκληρώνεται τα μεσάνυχτα της Τετάρτης με την προβλεπόμενη ονομαστική ψηφοφορία. Η συρρίκνωση του κοινοβουλευτικού χρόνου της πρότασης συνιστά απαράδεκτη απομείωση της διαδικασίας. Η αιτιολογία που προέβαλε ο Πρόεδρος της Βουλής, ότι δηλαδή είναι νωπή η συζήτηση για την έγκριση του προϋπολογισμού, είναι εξαιρετικά αδύναμη. Οχι μόνο διότι η συζήτηση για τον προϋπολογισμό δεν έχει την κοινοβουλευτική αξία, ούτε τις συνέπειες της πρότασης εμπιστοσύνης, αλλά, επιπλέον, διότι η συζήτηση εκείνη έγινε με διαφορετική σύνθεση κυβέρνησης, ενώ η τωρινή συζήτηση γίνεται ενόσω έχει αλλάξει ο βασικός κυβερνητικός συσχετισμός της συνεργασίας των δύο κομμάτων, στη βάση του οποίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έδωσε τον Σεπτέμβριο του 2016 την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.

Ο Γιώργος Γεραπετρίτης είναι καθηγητής Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών