Εχουν οι άντρες το πάνω χέρι στην Ελλάδα; Ασφαλώς. Και όχι διότι κάποιοι διεστραμμένοι βιάζουν και σκοτώνουν. Το να ανάγεις τέτοιες δακτυλοδεικτούμενες περιπτώσεις σε γενικό κανόνα είναι σάμπως να καταδίκαζες συλλήβδην τις γιαγιάδες ορμώμενος από τη γραία Φραγκογιαννού, τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Ή να έδινες σε όλες τις πεθερές το φρικτό πρόσωπο της Αρτέμιδος Κάστρου, της «κακούργας πεθεράς» η οποία εν έτει 1931 διέταξε τον φόνο και τον κατατεμαχισμό του «καημένου Αθανασόπουλου» κι έγινε από ρεμπέτικο τραγούδι μέχρι παράσταση του Καραγκιόζη.

Οι άντρες έχουν το πάνω χέρι επειδή με τα ίδια προσόντα σταδιοδρομούν πιο άκοπα και πιο επιτυχημένα από τις γυναίκες. Επειδή διαθέτουν ευκολότερη πρόσβαση στις ηγετικές θέσεις της πολιτικής, της οικονομίας και της τέχνης ακόμα. Επειδή σαράντα σχεδόν χρόνια μετά την αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου από τον Ανδρέα Παπανδρέου, η ισότητα ευκαιριών για τα δύο φύλα δεν έχει γίνει πράξη. Tο ευλογημένο βάρος των παιδιών δεν κατανέμεται συνήθως αναλογικά στις πλάτες της μάνας και του πατέρα. Η ελευθερία μιας γυναίκας να αυτοπροσδιορίζεται επαγγελματικά και ερωτικά – μέχρι και ενδυματολογικά – παραμένει υπό αμφισβήτησιν, εκτός ιδίως των μεγάλων πόλεων. Απ’ τον καιρό που το να γεννηθείς κορίτσι σε έκανε τον «αράπη του κόσμου», όπως τραγουδούσε ο Τζον Λένον, η κατάσταση έχει άρδην βελτιωθεί στις δυτικές τουλάχιστον κοινωνίες. Τα υπολείμματα ωστόσο του «απαρτχάιντ» καλά κρατούν…

Εχουν το πάνω χέρι στην Ελλάδα οι γυναίκες; Από πολλές απόψεις, η μητριαρχία στη Μεσόγειο ποτέ δεν ξεριζώθηκε. Εγινε απλώς σκιώδης. Ακόμα και τις εποχές που ο άντρας περνιόταν για πατέρας-αφέντης, το κουμάντο στο σπίτι, στην ανατροφή των παιδιών, στον οικογενειακό κορβανά το έκανε η μάνα. Εκείνη – με τα μετρημένα λόγια ή με τη σιωπή της – έδινε τον τόνο. Υπαγόρευε τις κρίσιμες αποφάσεις. Τα αρσενικά πόζαραν με το χέρι στο τιμόνι ή στη σκανδάλη. Το μυαλό όμως που κατηύθυνε το χέρι ήταν συχνότατα θηλυκό. Στις κρητικές βεντέτες οι άντρες αλληλοσκοτώνονταν. Οι γυναίκες εντούτοις κήρυσσαν από το ημίφως την έναρξη και τη λήξη των εχθροπραξιών. Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, τα κορίτσια σαφώς ξεχωρίζουν. Αρκεί να διαβάσει κανείς τους καταλόγους των επιτυχόντων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Αρκεί να δει ποιο φύλο έχει πλέον τη μερίδα του λέοντος στη στελέχωση των νοσοκομείων, των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, του διπλωματικού σώματος. Αρκεί να παρατηρήσει ποιοι διστάζουν να απογαλακτισθούν, να φύγουν απ’ το πατρικό τους. Ποιες αντιθέτως ταξιδεύουν, ρισκάρουν, εκτίθενται και προσαρμόζονται στα πιο αντίξοα περιβάλλοντα… Δίχως ψήγμα ρατσισμού απ’ την ανάποδη, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως τα αγόρια μένουν κάθε μέρα και πιο πίσω. Δεν ευθύνεται προφανώς το γονιδίωμα. Αλλά το συνεχές, το εκφυλιστικό παραχάιδεμα των «πασάδων», οι οποίοι πρέπει να καταταγούν στον στρατό προκειμένου να διαπιστώσουν – και αν – ότι υπάρχει ένας αδυσώπητος κόσμος έξω από το τριάρι πριγκιπάτο τους στο Παγκράτι ή στην Καλαμαριά, μακριά από τα χάδια και τα σπανακοτυροπιτάκια της μαμάς τους…

Εχουν οι ηλικιωμένοι το πάνω χέρι στην Ελλάδα; Εννοείται. Και μόνο ότι μηρυκάζουμε ακόμα τον Εμφύλιο δίνει το στίγμα μιας κοινωνίας προσκολλημένης στο παρελθόν, όπου το κλίμα διαμορφώνεται από γέρους ή έστω από νέους με γεροντικά μυαλά. Και μόνο ότι οι εξηνταπεντάρηδες συνταξιούχοι αντιμετωπίζονται σαν ομάδα ευπαθέστερη από τους εικοσιπεντάρηδες ανέργους… Η ουτοπία μυριάδων συμπολιτών μας: να γίνονταν – ως εκ θαύματος – από έφηβοι, παππούδες. Να απέφευγαν, να έκαναν κοπάνα από τις προκλήσεις κι από τις αντιξοότητες της παραγωγικής ηλικίας.

Εχουν το πάνω χέρι στην Ελλάδα τα παιδιά; Ηλίου φαεινότερον! Κοιτάξτε απλώς πώς κατανέμεται η διαφημιστική δαπάνη, πότε ανοίγουν διάπλατα και τα πιο ζορισμένα πορτοφόλια. Από τη θετική κιόλας απάντηση του τεστ εγκυμοσύνης, ο κάθε κυοφορούμενος – αρσενικός ή θηλυκός – αντιμετωπίζεται σαν Μεσσίας. Χαλιά του στρώνουμε, βάγια του κουνάμε από το μαιευτήριο ίσαμε το πανεπιστήμιο. Σε φροντιστήρια, σε «δημιουργικές δραστηριότητες», σε πάρτι τον τρέχουμε νυχθημερόν με την ψυχή στο στόμα, μη μείνει κανένα του ταλέντο παραγνωρισμένο, μην υστερήσει η κοινωνικοποίησή του. Τόσο λατρεύουμε εμείς οι μικρομεσαίοι τα βλαστάρια μας, ώστε αποφεύγουμε να τους χαρίσουμε αδέλφια. Ποιος θα άντεχε να καταλήξει Βέγγος εις διπλούν;

Τίνος είναι τελικά το πάνω-πάνω χέρι στην Ελλάδα; Ολων και κανενός. Για αυτό και ξεχειλίζουν από ανοησία οι λίβελλοι που ρίχνουν στο πυρ το εξώτερον επιλεγμένες ομάδες, μειοψηφικές ή και πλειοψηφικές. Για αυτό και οι ακτιβιστές των καφενείων – διαδικτυακών ή μη – θυμίζουν περισσότερο δονκιχώτες παρά επαναστάτες.

Η κοινωνία αποτελεί εξ ορισμού ένα καζάνι που εντός του βράζουμε άπαντες, μηδενός εξαιρουμένου. Κοινή μας ευθύνη το τουρλού-τουρλού που μαγειρεύεται να έχει κάποια νοστιμιά. Αν μη τι άλλο να μην είναι δηλητηριώδες.