Αν εφευρισκόταν αίφνης η μηχανή του χρόνου, ασφαλώς θα σπεύδαμε να τη χρησιμοποιήσουμε για να μεταφερθούμε στην αρχαία Αθήνα. Εκεί θα είχαμε επιτέλους την ευκαιρία να ζήσουμε από κοντά όλα όσα έχουμε διαβάσει παιδιόθεν στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας. Θα ακούγαμε τον Σωκράτη να διδάσκει στην αγορά και στην παλαίστρα, θα συμμετείχαμε στην πομπή των Ελευσινίων Μυστηρίων, θα διασκεδάζαμε με εκλεκτή συντροφιά στο συμπόσιο. Προπάντων, θα συρρέαμε στο θέατρο τις μέρες των Μεγάλων Διονυσίων για να παρακολουθήσουμε τις κοσμοξάκουστες παραστάσεις των αρχαίων δραμάτων, τις τραγωδίες και τις κωμωδίες των μεγάλων ποιητών που συγκέντρωναν ακροατήρια από ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.

Στην Αθήνα του Χρυσού Αιώνα, τον καιρό της ακμής του δράματος, αλλά και αργότερα, μέχρι το τέλος της αρχαιότητας, οι θεατρικές παραστάσεις γίνονταν στο Θέατρο του Διονύσου, που τα ερείπιά του τα βλέπουμε και σήμερα κάτω από την Ακρόπολη. Το θέατρο αυτό ανοικοδομήθηκε και τροποποιήθηκε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των αιώνων. Τα πιο πολλά από τα ορατά κατάλοιπά του ανήκουν σε μεταγενέστερους χρόνους, πολύ μετά την εποχή των κλασικών δραματουργών που τα έργα τους παίζονται και θαυμάζονται στις μέρες μας.

Ο εμπνευσμένος Λυκούργος

Μόνιμο πέτρινο θέατρο κατασκευάστηκε στην Αθήνα μόλις τον τέταρτο αιώνα, κατά τη δεκαετία του 330 ή του 320 π.Χ., όταν ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση των οικονομικών της πόλης ο ρήτορας Λυκούργος. Στην κρίσιμη εποχή ύστερα από την ήττα της Αθήνας στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), καθώς το ηθικό της αθηναϊκής δημοκρατίας παρέπαιε και αναδυόταν η νέα πραγματικότητα της μακεδονικής κυριαρχίας, ο Λυκούργος ανέλαβε καθήκοντα ανάλογα με εκείνα ενός σημερινού υπουργού Οικονομικών. Και ως συνετός και ένθερμος πατριώτης που ήταν, πέτυχε κάτι που δεν το κατορθώνουν παρά ελάχιστοι υπουργοί: εξασφάλισε πόρους για τον πολιτισμό για να πραγματοποιήσει μεγαλόπνοα σχέδια που ανέδειξαν την πνευματική δημιουργία και ακτινοβολία της Αθήνας.

Πρώτα πρώτα ο Λυκούργος φρόντισε να καταρτιστεί επίσημο αντίγραφο των έργων των τριών μεγάλων αθηναίων τραγικών (Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη), το οποίο αποτέθηκε στο δημόσιο αρχείο της πόλης. Αυτό το ιστορικό αντίγραφο έμελλε αργότερα να το σφετεριστούν οι Πτολεμαίοι για τη δική τους Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και από εκεί προέρχονται σε τελευταία ανάλυση τα κείμενα των τραγικών αριστουργημάτων που διαβάζουμε μέχρι σήμερα. Μέρος της ίδιας πρωτοβουλίας ήταν και η ανέγερση μεγαλοπρεπούς, μνημειακού λίθινου θεάτρου στον χώρο του τεμένους του Διονύσου.

Με αυτό το κτίσμα ο Λυκούργος έδωσε μονιμότητα και σταθερότητα στην αρχιτεκτονική του θεάτρου, παγιώνοντας οριστικά τη διάταξη του θεατρικού χώρου και τη μορφή των οικοδομημάτων του για τους αιώνες που ακολούθησαν. Μέχρι το ψυχορράγημα του αρχαίου κόσμου, το Θέατρο του Διονύσου θα διατηρήσει το βασικό πρότυπο που καθορίστηκε επί Λυκούργου. Το παλίμψηστο από αρχαίες πέτρες και μάρμαρα, το οποίο αντικρίζουμε τώρα στον χώρο του θεάτρου, παρουσιάζει ακόμη μπροστά στα μάτια μας την ιδέα ενός εμπνευσμένου ηγέτη, ο οποίος ήξερε να βάζει πάνω από όλα την πνευματική παράδοση του τόπου του.

Πριν από τον Λυκούργο, στον πέμπτο και στις αρχές του τέταρτου αιώνα, το Θέατρο του Διονύσου ήταν λιγότερο εντυπωσιακό. Πέτρινα κτίσματα δεν ορθώνονταν ακόμη: το πολύ πολύ να υπήρχαν λίθινες βάσεις και θεμέλια για να υποστηρίζουν τις κατασκευές από ξύλο που απάρτιζαν το θεατρικό σύμπλεγμα. Οι θεατές θα κάθονταν σε θέσεις σκαμμένες στην ανηφορική πλαγιά της Ακρόπολης ή σε ξύλινα έδρανα διατεταγμένα σε κερκίδες. Η ορχήστρα ήταν από πατημένο χώμα, δίχως πλακόστρωση. Πάντως, όσον αφορά τη μορφή του θεάτρου στον πέμπτο αιώνα, επικρατεί αρκετή αβεβαιότητα, ακριβώς επειδή δεν απέμειναν από εκείνη την εποχή λίθινα ερείπια που θα μας επέτρεπαν να ανασυστήσουμε τις διαστάσεις και τη διάρθρωσή του. Ο θεατρικός χώρος στον οποίο πρωτοπαίχτηκαν τα δράματα των μεγάλων τραγικών και του Αριστοφάνη αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα αινίγματα της αρχαιογνωστικής έρευνας.

Αυτό το ακανθώδες ζήτημα διερευνήθηκε ενδελεχώς στο επιστημονικό συνέδριο που οργάνωσε στις 27 και 28 Νοεμβρίου 2018 το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών, με θέμα «Το Θέατρο του Διονύσου: αρχαιολογία, αρχιτεκτονική, δράμα και παράσταση». Το πολιτισμικό πρόγραμμα του Λυκούργου συνδύαζε τη φιλολογική εργασία επί του κειμένου των μεγάλων τραγικών με την αρχιτεκτονική υλοποίηση ενός θεατρικού μνημείου. Ανάλογα, το συνέδριο συγκέντρωσε φιλολόγους, αρχαιολόγους και αρχιτέκτονες για να συνεισφέρουν, καθένας από την πλευρά της δικής του ειδικότητας, σε μια ολιστική προσέγγιση του διονυσιακού θεάτρου. Οι πληροφορίες των κλασικών κειμένων συνταιριάστηκαν με τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης και τα πορίσματα της αρχιτεκτονικής μελέτης και έτσι αναδείχθηκαν σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη διαμόρφωση και τη λειτουργία του θεατρικού χώρου.

Η κυκλική ορχήστρα

Για παράδειγμα, όλοι είμαστε εξοικειωμένοι με την κυκλική ορχήστρα των ελληνιστικών και μεταγενέστερων θεάτρων που σώζονται σπαρμένα ανά την Ελλάδα. Το σχήμα του κύκλου εκφράζει άλλωστε χωροταξικά το αρχέτυπο του κύκλιου Χορού, που σημαδεύει από αρχαιοτάτων χρόνων την ανθρωπολογία της φυλής μας. Είναι όμως άγνωστο από πότε ακριβώς καθιερώθηκε η κυκλική αυτή μορφή στο Θέατρο του Διονύσου. Το αρχικό σχήμα της ορχήστρας, όπου παίχτηκαν τα έργα του Αισχύλου και τα πρώιμα δράματα του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, ίσως να ήταν τραπεζοειδές (όπως τεκμηριώνεται και από άλλα παλαιά θέατρα στον ελληνικό χώρο) ή πολυγωνικό.

Θεωρίες και υποθέσεις διατυπώνονται επίσης για το σκηνικό οικοδόμημα που ορθωνόταν πίσω από την ορχήστρα και χρησίμευε ως σκηνικό φόντο της δράσης. Στα ώριμα χρόνια του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη χρησιμοποιούνταν ένα ξύλινο παράπηγμα, προικισμένο με τρεις λειτουργικές θύρες και με πτέρυγες («παρασκήνια») εκατέρωθεν. Καθώς μαρτυρούν οι αρχαίες αγγειογραφίες, στην πρόσοψη του οικοδομήματος προσαρμόζονταν στοιχεία σκηνογραφίας, ζωγραφισμένοι πίνακες ή κινητά παραπέτα που παρίσταναν τον δραματικό χώρο (ανάκτορο ή ναό, ιδιωτικές οικίες ή στρατιωτική σκηνή, ακρογιαλιά ή εξοχικό τοπίο). Ομως τα πρωιμότερα έργα του Αισχύλου δεν παρέχουν ενδείξεις για τέτοια σκηνικά μέσα. Στην παλαιά εκείνη εποχή τα δράματα παριστάνονταν ίσως στον γυμνό χώρο της ορχήστρας, δίχως σκηνογραφία, με μοναδικό λιτό στολίδι μερικά λατρευτικά αγάλματα θεών.

Ουσιώδης αναμόρφωση του διονυσιακού θεάτρου πρέπει να πραγματοποιήθηκε στα χρόνια του Περικλή. Αυτός ο τελευταίος μάλλον σχεδίαζε ήδη να ανεγείρει πέτρινο θεατρικό οικοδόμημα, αλλά το όραμά του παρεμποδίστηκε εξαιτίας του δαπανηρού Πελοποννησιακού Πολέμου. Εν γένει, από τον Περικλή έως τον Λυκούργο, η συμβολή των κορυφαίων ηγετών της Αθήνας στην ανάπτυξη του θεάτρου στάθηκε καθοριστική. Οι ιστορικές έρευνες το δείχνουν καθαρά πως δίχως καλό κηπουρό ο πολιτισμός δεν ανθίζει.