Με το «Ενα φεγγάρι για τους καταραμένους», ο Ευγένιος Ο’Νιλ (Εugene O’Neil, 1888-1953) καταθέτει μία ακόμα ψηφίδα στην έννοια της σύγχρονης τραγωδίας, έτσι όπως τη βίωσε και την κατέγραψε στην πλούσια εργογραφία του. Από τους κορυφαίους αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, είναι εκείνος που πίστευε ότι «η τραγωδία είναι ίσως το μόνο σημαντικό πράγμα για τον άνθρωπο». Ουδέποτε άλλωστε έκρυψε τη γοητεία που του ασκούσε το είδος των αρχαίων ποιητών, από τους οποίους και επηρεάστηκε.

Ο ιρλανδικής καταγωγής συγγραφέας που γεννήθηκε σε ένα ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, βίωσε τραυματικά παιδικά χρόνια, με τον πατέρα του ξεπεσμένο ηθοποιό πλάι στη μορφινομανή μητέρα του, μαζί με τον αλκοολικό αδελφό του. Ο ίδιος δεν κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στην οικογένεια, τις γυναίκες, τους έρωτες, τα παιδιά, επαναλαμβάνοντας, άθελά του, το δικό του μοντέλο. Κι όσο κι αν βρήκε διέξοδο στη συγγραφή, ο πόνος, η δυστυχία, οι απογοητεύσεις και η μόνιμη συναισθηματική του πενία δεν κατάφεραν να σβήσουν από την ψυχή του.

Ενα τρίγωνο, σχεδόν καταραμένο σαν το φεγγάρι, είναι το βασικό υλικό του Ο’Νιλ σ’ αυτό το τελευταίο, κύκνειο έργο του. Γραμμένο το 1943 από τον νομπελίστα συγγραφέα με τα τέσσερα Πούλιτζερ, είναι γεμάτο από αυτοβιογραφικά στοιχεία και έρχεται σαν συνέχεια του κορυφαίου του «Το μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα». Παρών ο Τζιμ Τάιρον, ο αλκοολικός και ξεπεσμένος ηθοποιός που έχοντας αφήσει πίσω του τη ζωή στη Νέα Υόρκη βρίσκεται για λίγο σ’ έναν άγονο τόπο. Είναι το κτήμα του Φιλ Χόγκαν και της κόρης του Τζόσι Χόγκαν. Ο πατέρας ονειρεύεται τον γάμο τους. Η κόρη αναζητά τη λύτρωση. Το φως του φεγγαριού θα φέρει τη λύση.

Η Μαριλίτα Λαμπροπούλου έστησε το έργο με μεγάλη ευαισθησία και φώτισε, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, τη ζωή και τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του Ο’Νιλ. Ηδη με την πρώτη σκηνή της καταδίωξης που καταλήγει στη σπαρακτική σφαγή του γουρουνιού – κινησιολογικά έξοχος ο ηθοποιός που το ενσαρκώνει, όπως και η μάσκα – η παράσταση δίνει το στίγμα της.

Η σκηνοθέτρια εκμεταλλεύεται κάθε πτυχή του έργου, κάθε νύξη του συγγραφέα, και δημιουργεί ένα τοπίο βγαλμένο από τον κόσμο του Ο’Νιλ, με το ζευγάρι πατέρα – κόρης να κυριαρχεί επί σκηνής. Κι έτσι αναδεικνύει τα αδιέξοδα των ηρώων και μαζί το βάρος της προσωπικής τους τραγωδίας. Το δράμα στο έργο και στην παράσταση είναι βιωμένο, βαθύ και καθαρτήριο.

Η Ιωάννα Παππά αντιμετωπίζει την Τζόσι με δύναμη και συμπόνια, την προκαλεί και την αγαπάει, τη φροντίζει και την τιμωρεί. Η ερμηνεία της είναι ουσιαστική, δουλεμένη στη λεπτομέρεια, εσωτερική, βαθιά σε τέτοιο βαθμό που δίνει το μέτρο και τον ρυθμό στην παράσταση.

Ο πατέρας του Γιάννη Νταλιάνη επιβεβαιώνει τη συμπαγή στόφα του ηθοποιού που παρακολουθεί τον ήρωά του σε όλες του τις εκφάνσεις και τον μεταφέρει «ζωντανό» στη σκηνή.

Ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης ως Τζιμ Τάιρον, τρίτο και καθοριστικό μέλος στο «Φεγγάρι για τους καταραμένους», δεν καταφέρνει να ενταχθεί στην ατμόσφαιρα της παράστασης. Παίζει μονοκόμματα και τα μεγάλα διλήμματα που αντιμετωπίζει ο ίδιος – τα διλήμματα του έργου – μοιάζει σαν να τα έχει λύσει εξαρχής.

Ο ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Μέσα στο 2019 ο Βασίλης Παπαβασιλείου θα κλείσει τα εβδομήντα του χρόνια. Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός με τη μακρά πορεία στον χώρο ανήκει στο σπάνιο είδος των βαθιά καλλιεργημένων ανθρώπων που συνδυάζουν τη θεατρική τέχνη με το χάρισμα του δασκάλου. Την ερμηνευτική δύναμη με την κριτική σκέψη. Τον καυστικό λόγο με το χιούμορ. Την ποίηση με τη ζωή. Σκηνοθετεί, παίζει, γράφει, σχολιάζει. Κι αυτό είναι φανερό και στη φετινή συνέχεια του μονολόγου του στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν της οδού Φρυνίχου «Τους Ζυγούς Λύσατε», τρία χρόνια μετά το «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι». Μαζί δε με την «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου, ο Παπαβασιλείου αποδεικνύει τη γοητευτική προσωπικότητα του αρτίστα.

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, αποπειράθηκε να γίνει γιατρός αλλά ο δρόμος του τον οδήγησε στο Θέατρο Τέχνης και στον Κάρολο Κουν, τον μεγάλο του δάσκαλο. Εμεινε μια τετραετία στο Υπόγειο κι ύστερα ήρθε η συνάντηση με τον Λευτέρη Βογιατζή, οι συζητήσεις που, κάποια στιγμή, κατέληξαν στη δημιουργία της Σκηνής, ενός χώρου που έμελλε να καθορίσει τη θεατρική τέχνη της χώρας μας.

Πνεύμα ανήσυχο, με μια έμφυτη περιέργεια και μια διάθεση αναζήτησης, ειρωνικός από τη φύση του, και μόνιμα αυτοαμφισβητούμενος, ο Παπαβασιλείου διδάσκει ερήμην του, διαρκώς: Είτε μιλάει, είτε παραδίδει μαθήματα, είτε παίζει, είτε σκηνοθετεί, φέρει και μεταφέρει τη φιλοσοφία μιας ζωής που διαμορφώθηκε μέσα από την πορεία του στα χρόνια.

Με το «Σιχτίρ…» πρώτα και τώρα με τους «Ζυγούς…» προτείνει μια επιθεώρηση προσωπικού τύπου, που δεν βωμολοχεί αλλά στοχεύει βαθιά, αναστατώνει τον θεατή και συχνά-πυκνά πονάει. Εχοντας κατακτήσει την αυτονομία του στον χώρο του θεάτρου, μπορεί να διεκδικεί μια θέση σύγχρονου φιλοσόφου – ένα σημείο αναφοράς για νεότερους και μη.

Πολιτικό ον με διεισδυτική ματιά, μπορεί με άνεση να περνά από τον Πλάτωνα στον Ανδρέα Παπανδρέου και να σχολιάζει την «καταστροφή» της εποχής μας, εντός και εκτός Ελλάδας, σαν κάτι θετικό. Γιατί όπως έχει πει δεν πρόκειται για κρίση, αλλά για καταστροφή, και δεν μπορεί να φανταστεί μεγαλύτερη τύχη από τη συνάντηση με τη διάλυση, ως απαρχή δημιουργίας. Κι ο ίδιος περιμένει να την επεξεργαστεί. Μακάρι κι εμείς μαζί του.