Και κάπως έτσι, ανεπαισθήτως, ανάμεσα στους αποχαιρετισμούς στο ’18 και τα καλωσορίσματα στο ’19, βρεθήκαμε στη μαύρη τρύπα μιας προεκλογικής περιόδου, που απειλεί να μας καταπιεί.

Πανηγυρίζουμε για τις παλιές συντάξεις που δεν μειώθηκαν και δεν εξομοιώθηκαν με τις συντάξεις των άτυχων του Κατρούγκαλου, προσδοκούμε αύξηση κατώτατου μισθού διά νόμου, αναρωτιόμαστε αν θα έρθουν αναδρομικά διά δικαστικών αποφάσεων, γελάμε με τα εγκαίνια σταθμών δίχως τρένα, φρίττουμε με τις πρωτοφανείς παρεκτροπές ενός υπουργού που δημοσιεύει στοιχεία δικογραφίας και κάνει διαδικτυακό μπούλινγκ σε ανώτερους δικαστές. Και, εν μέσω αυτής της φρίκης, προσπαθούμε να μαντέψουμε τον χρόνο των εκλογών. Μακάρι να γίνουν γρήγορα. Να κλείσουμε τη μύτη και να διαβούμε τρέχοντας τον χρόνο ώς τις κάλπες.

Στο μεταξύ, ο χρόνος κυλά ερήμην μας, εις βάρος μας. Οι αγορές παραμένουν κλειστές, ο διεθνής ορίζοντας σκοτεινιάζει, η οικονομία ανακάμπτει ασθενικά, το πολυσυζητημένο επενδυτικό σοκ αναβάλλεται και, σε λίγο, εν μέσω μιας άξεστης προεκλογικής περιόδου με όλα τα παλιά πελατειακά εκλογικά κουσούρια, συν μερικά πρωτοφανέρωτα, θα αρχίσει μια κρίσιμη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, η οποία, αν πάει στραβά, θα μας κρατήσει σε οικονομική καραντίνα για καιρό. Κι όμως τίποτε δεν μοιάζει να κινείται. Σαν να ζει η χώρα σε παρένθεση, σε αγκύλη. Σαν να είμαστε καταδικασμένοι όχι απλώς να μην μπορούμε να συμφωνήσουμε στα θεμελιώδη, να εξασφαλίσουμε συναίνεση στα αναντίρρητα, μα να μην μπορούμε καν να τα συζητήσουμε. Καταδικασμένοι σε μια προεκλογική «συζήτηση» εκτός τόπου και χρόνου.

Ετοιμαζόμαστε να διαβούμε την πρώτη μεταμνημονιακή χρονιά. Αποσυγχρονισμένοι από την ευρω-οικονομία, η οποία έζησε χρόνια ανάπτυξης, όσο εμείς ζούσαμε την τριετή παράταση της επιτροπείας, και δίνει τώρα σημάδια επιβράδυνσης, με φόβους να μπει σε ένα νέο κύκλο ύφεσης. Δημοσιονομικά υγιείς, αλλά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσει να υπερφορολογείται ο κόσμος της εργασίας και της δημιουργίας, μια κοινωνική μειοψηφία που σηκώνει όλα τα βάρη, έτσι ώστε να μην μπορεί να σηκώσει στις πλάτες της και την ανάπτυξη. Με την οικονομία να έχει περάσει μια οκταετία προσαρμογής εν πολλοίς απροσάρμοστη, έχοντας κερδίσει ό,τι έχει κερδίσει σε ανταγωνιστικότητα μόνον από την άγρια μείωση των μισθών και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, έτσι που να κινδυνεύει τώρα να χάσει ό,τι κέρδισε αν οι μισθοί ανέβουν, όπως θα έπρεπε. Με τη δημογραφική παρακμή να εξελίσσεται σαν βόμβα.

Μαύρη εικόνα; Ναι – αν όλοι αυτοί οι δαίμονες συνεχίσουν να χορεύουν ανεμπόδιστοι και η πολιτική συνεχίσει να κινείται στον αστερισμό Πολάκη. Κι όμως. Θα μπορούσαμε να είμαστε αισιόδοξοι. Ολα δείχνουν (και οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν) ότι αν το κοινωνικό θερμότερο δείχνει υποθερμία ελπίδας, αν απλώνεται γύρω παραίτηση, δυσπιστία και αποθάρρυνση, οι πολλές αυταπάτες έχουν διαλυθεί, μερικές πολυσυζητημένες αλλαγές μοιάζουν ώριμες στην κοινή συνείδηση, μια σοβαρή δημόσια συζήτηση θα μπορούσε να εξασφαλίσει συναίνεση και η ιδέα μιας ευρύτερης πολιτικής συνεργασίας συγκεντρώνει υποστήριξη που ξεπερνά τα συνήθη όρια της δημοσκοπικής πολιτικής ορθότητας. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια παρτιτούρα αισιοδοξίας. Αλλά τα βιολιά της πολιτικής σε άλλον τόνο κουρδίστηκαν. Και το χειρότερο είναι πως αν η πολιτική περάσει από το σφαγείο μιας προεκλογικής περιόδου σαν αυτή που έχει ήδη ξεκινήσει, θα είναι πολύ δύσκολο, την επομένη μέρα, να αποβάλει από τον οργανισμό της το δηλητήριο.

Και μετά; Δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς τα άστρα για να δει τον κίνδυνο στον ορίζοντα. Τον κίνδυνο να βρεθεί στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον μια ελληνική κυβέρνηση στην ανάγκη να ζητήσει ξανά, για τέταρτη φορά, προστασία και δάνειο από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό. Τον κίνδυνο να γιορτάσει η χώρα την επέτειο των 200 χρόνων από την επαναστατική, ιδρυτική της πράξη, ως χώρα-παρίας, υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο ξανά.

Η προειδοποίηση του Σημίτη, λοιπόν, για τα προφανή μας προειδοποιεί. Την προηγούμενη φορά που μας είχε προειδοποιήσει πως στην Ευρώπη συζητούν ότι η Ελλάδα θα βρεθεί σε αδυναμία δανεισμού και τότε θα την παραπέμψουν στο ΔΝΤ, ήταν Δεκέμβριος του 2008. Η προειδοποίηση χλευάστηκε από τους ιππότες της «θωρακισμένης οικονομίας» και αγνοήθηκε. Μα επιβεβαιώθηκε πριν περάσουν δώδεκα μήνες. Δεν αρκεί αυτό το προηγούμενο για να τον πάρουμε αυτή τη φορά στα σοβαρά;