Από τη μία είναι η γεμάτη ανία πόζα στη φωτογραφία της τετραμερούς, από την άλλη η δήλωση ότι «τα Βαλκάνια πρέπει να ξαναγίνουν το επίκεντρο της ειρήνης, της συνεργασίας και της συνανάπτυξης». Τι έκανε ο Αλέξης Τσίπρας στο Βελιγράδι; Βαριόταν ή τρόλαρε; Δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει η σύνοδος με τους ηγέτες της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας ή διασκέδαζε δίνοντας στην πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης στάτους ειρηνοποιού και λοκομοτίβας της οικονομίας;

Ακόμη κι αν δεχθεί κανείς ότι στην πόζα δεν σωματοποιήθηκε η ψυχολογική διάθεση και πως η δήλωση έγινε για να γίνει, η ουσία δεν αλλάζει. Τα Βαλκάνια είναι πολύ μίζερα για να ασχοληθεί κανείς μαζί τους. Συγχρόνως όμως παραμένουν πολύ επικίνδυνα για να τα αγνοήσει. Η Βαλκανική Χερσόνησος είναι η τελευταία περιοχή της Ευρώπης όπου οι εθνικισμοί δεν είναι εσωστρεφείς, αλλά μπαίνουν εύκολα σε τροχιά σύγκρουσης μεταξύ τους. Ο σερβικός εθνικισμός συνδέθηκε με τη μεγαλύτερη φρίκη που έζησε η Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο αλβανικός δεν συγκρούεται μόνο με τους παλιούς του εχθρούς αλλά ανακαλύπτει και νέους. Και ο ελληνικός τροφοδοτείται συνεχώς από μια εθνική ανασφάλεια που αναγάγει σχεδόν τα πάντα, ακόμη και την πιθανότητα μιας ευάριθμης σλαβομακεδονικής μειονότητας που σβήνει με την πάροδο του χρόνου, σε τρομακτική απειλή.

Δεν ξαναγίνεται κανείς κάτι που δεν υπήρξε ποτέ – πολύ περισσότερο δεν ξαναγίνεται επίκεντρο ειρήνης, συνεργασίας και συνανάπτυξης. Γίνεται ακόμη λιγότερο με τη συνδιοργάνωση του Μουντιάλ ή του Euro που πρότεινε ο έλληνας Πρωθυπουργός. Δεν είναι μόνο η βαριεστημένη πόζα που ακυρώνει τον ευσεβή πόθο. Είναι και ότι το μέλλον των Βαλκανίων δεν περνάει από τα βαλκανικά γήπεδα αλλά από το τερέν της Ευρώπης. Είναι ότι για να υπάρξουν τα Βαλκάνια δεν πρέπει να επανεφεύρουν τον εαυτό τους ως επίκεντρο οποιουδήποτε πράγματος – για μπάλα ούτε λόγος. Πρέπει απλώς να τον ξεχάσουν. Είναι ο μόνος τρόπος να μην ξαναγίνουν αυτό που ήταν πάντα: επίκεντρο συγκρούσεων και οικονομικής καθυστέρησης. Ενα μέρος, για να ξαναθυμηθούμε εκείνη την πόζα, που βαριέται ακόμη και να βαρεθεί κανείς.