Λίγες μέρες πριν από το τέλος του 2018, ένα ακόμη χτύπημα εναντίον της δημοσιογραφίας, η βομβιστική επίθεση στο κτίριο που στεγάζει τον όμιλο του Σκάι και την εφημερίδα «Καθημερινή», έρχεται να σφραγίσει μια πολύ κακή χρονιά για την ελευθερία του Τύπου.

Τα στοιχεία που καταγράφει το World Press Freedom Index, ο ετήσιος διεθνής απολογισμός της οργάνωσης Reporters Without Borders (Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα), είναι αποκαρδιωτικά και φαίνεται πια πως χειροτερεύουν χρόνο με τον χρόνο. Αυτή η ετήσια κατάταξη καταρτίζεται από εκατοντάδες ειδικούς επιστήμονες, δημοσιογράφους και ανταποκριτές σε όλο τον κόσμο, με βάση ένα αναλυτικό ερωτηματολόγιο 87 ερωτήσεων που στοχεύει στη συλλογή ποσοτικών και ποιοτικών στοιχείων για την παραβίαση της ελευθερίας και τη βία εναντίον δημοσιογράφων. Τα στοιχεία αυτά αναλύονται με κριτήρια τον πλουραλισμό, το περιβάλλον εργασίας, τη λογοκρισία και την αυτολογοκρισία, το νομικό πλαίσιο, τη διαφάνεια και την ποιότητα όλης της «γραμμής παραγωγής» της είδησης, από τη συνεργασία των Αρχών, την πρόσβαση στην πληροφορία, τα δημόσια στοιχεία κ.λπ.

Αλλάζει ο χάρτης. Το εξαιρετικά ανησυχητικό γεγονός είναι πως η ανελευθερία του Τύπου δεν περιορίζεται πια σε χώρες που έχουν κλασικού τύπου αυταρχικά καθεστώτα, όπως η Βόρεια Κορέα, το Λάος ή το Σουδάν. Η αύξηση, στον δυτικό κόσμο, των ηγετών που έχουν εκλεγεί δημοκρατικά αλλά ασπάζονται ιδέες και πρακτικές που απάδουν των αρχών των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών έχει επηρεάσει καταλυτικά την ελευθερία στην άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος σε χώρες που παραδοσιακά το προστάτευαν. Δεν είναι, δυστυχώς, παράδοξο. Ακολουθεί την πορεία αρνητικής εξέλιξης των δημοκρατιών της Δύσης από τη μεταπολεμική ασφάλεια στις φοβικές κοινωνίες. Γίνονται, δηλαδή, οι πολίτες παραδοσιακών φιλελεύθερων κοινωνιών όλο και πιο καχύποπτοι απέναντι στους θεσμούς και πιο ανοιχτοί σε αυτό που λέγεται «αυταρχική δημοκρατία», το μοντέλο του πλειοψηφικά εκλεγμένου αυταρχικού ηγέτη, και των εκπτώσεων στην ελευθερία στο όνομα μιας ασφάλειας, εθνικής, ταυτοτικής κ.ά.

Στο πλαίσιο αυτό, η αμφισβήτηση του status quo συμπαρασύρει και τα παραδοσιακά ΜΜΕ, που χάνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Οι επιθέσεις των ηγετών στα ΜΜΕ και η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτά είναι σαν δύο ανατροφοδοτούμενες δεξαμενές. Οι πολίτες στρέφονται για την ενημέρωσή τους στο Διαδίκτυο και στα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία όμως, όπως γνωρίζουμε πια και από μεγάλες υποθέσεις όπως της Cambridge Analytica, χειραγωγούνται.

Στη διεθνή έρευνα καταγραφής αξιών World Values Survey, που διεξήγαγαν για την Ελλάδα η διαΝΕΟσις και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και υλοποίησε η Metron Analysis, μόλις το 14% των συμμετεχόντων απαντούν ότι εμπιστεύονται τα ΜΜΕ, το 79,9% απαντούν πως όλοι ή οι περισσότεροι δημοσιογράφοι «μετέχουν σε διαφθορά» και το 71,2% πως όλοι ή οι περισσότεροι είναι διεφθαρμένοι.

Τα ποσοστά είναι ιδιαιτέρως υψηλά αλλά ακολουθούν τις τάσεις που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στον δυτικό κόσμο.

Στις ΗΠΑ. Το πρώτο παράδειγμα που έρχεται στον νου είναι αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ελευθερία των ΜΜΕ στις ΗΠΑ δοκιμάζεται σταθερά μετά την 11η Σεπτεμβρίου, δηλαδή στα χρόνια του Patriot Act και του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», την κατάσταση όμως ισορροπούσαν τα θεσμικά αντίβαρα και, στη συνέχεια, η προεδρία του Μπάρακ Ομπάμα, που διατηρούσε σαφώς καλύτερες σχέσεις με τον Τύπο σε σχέση με τον προκάτοχό του. Ο διάδοχός του Ντόναλντ Τραμπ έριξε τις ΗΠΑ στη χαμηλότερη θέση της Ιστορίας της στην κατάταξη World Press Freedom Index, την 45η. Στην ανάλυση που τη συνοδεύει, υπενθυμίζεται ότι ο Τραμπ χαρακτηρίζει τους δημοσιογράφους «εχθρούς του λαού», μια φράση που χρησιμοποιούσε ο Ιωσήφ Στάλιν.

Στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης βρίσκουμε τη Ρωσία (148) και την Κίνα (176), χώρες με επίσημους οργανισμούς προπαγάνδας και ένα μοντέλο σφιχτού κεντρικού ελέγχου της ενημέρωσης.

Στην Ευρώπη. Τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο, παρά το γεγονός ότι οι πρώτες πέντε θέσεις στο World Press Freedom Index καταλαμβάνονται από χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου (Νορβηγία, Σουηδία, Ολλανδία, Φινλανδία και Ελβετία). Σε διάστημα μόνο λίγων μηνών, σημειώθηκαν δύο δολοφονίες, αυτή της Δάφνης Καρουάνα Γκαλιζία στη Μάλτα (65η στην κατάταξη) και του Γιαν Κούτσιακ στη Σλοβακία (27η) κι έχουν αυξηθεί σημαντικά τα περιστατικά απειλών και διώξεων.

Στη Σλοβακία, ο Κούτσιακ δολοφονήθηκε ενώ ερευνούσε τη σχέση της ιταλικής Μαφίας με το κυβερνών κόμμα και τον πρωθυπουργό Ρόμπερτ Φίκο, ο οποίος σε ένα ξέσπασμά του είχε αποκαλέσει τους δημοσιογράφους «βρωμερές αντισλοβάκες πόρνες». Οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν όλο και πιο συχνά λογοκρισία, εκδικητικές απολύσεις, εκφοβισμό και βία. Το θεσμικό πλαίσιο προστασίας του Τύπου θεωρείται το πλέον ανεπαρκές στην ΕΕ.

Στην Τσεχία (34η) ο πρόεδρος Μίλος Ζέμαν χαρακτηρίζει τους δημοσιογράφους «ύαινες» και «κοπριά», ενώ είχε εμφανιστεί σε συνέντευξη Τύπου με ένα ψεύτικο Καλάσνικοφ, πάνω στο οποίο έγραφε «για δημοσιογράφους».

Στην Ουγγαρία (73η) η κυβέρνηση Ορμπαν έχει απομονώσει ενοχλητικές φωνές και εξορίσει ξένες επενδύσεις στα ΜΜΕ και πλέον ελέγχει τεράστιο κομμάτι της ενημέρωσης. Μετά τις εκλογές του Απριλίου του 2018 έβαλε λουκέτο και η τελευταία αντιπολιτευτική εφημερίδα της χώρας, η «Magyar Nemzet».

Στην Πολωνία (58η), ο Τύπος είναι ένα από τα μεγάλα «θύματα» του κυβερνώντος κόμματος. Τα δημόσια ΜΜΕ της χώρας έχουν μετονομαστεί σε «εθνικά», οι ειδήσεις τους αποτελούνται από κυβερνητικά δελτία Τύπου κι οι αντικυβερνητικοί δημοσιογράφοι έχουν απολυθεί.

Η Βουλγαρία (111η) έχει το χειρότερο σκορ στην ΕΕ και τα Δυτικά Βαλκάνια, με περιστατικά απειλών και εκφοβισμού, έλλειψη διαφάνειας στην κρατική χρηματοδότηση και διαπλοκή. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ομίλου New Bulgarian Media Group, που ανήκει στον Ντεϊλάν Πίφσκι, πρώην επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών.

Το δεύτερο χειρότερο σκορ στην ΕΕ ανήκει στην Ελλάδα (74η). Ως αιτίες αναφέρονται η επιθετική κυβερνητική ρητορική απέναντι στους δημοσιογράφους (π.χ. τα «βοθροκάναλα» του κ. Πολάκη κ.ά.), μηνύσεις κι αγωγές από μέλη της κυβέρνησης και το κλείσιμο του καναλιού Mega.

Ενώ οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα δεν εξισώνουν, προφανώς, τα περιστατικά ανεξαρτήτως βαρύτητας, τονίζουν πως δεν πρέπει να υποτιμάται η δύναμη της ρητορικής. «Οι δημόσιες δηλώσεις μίσους για τους δημοσιογράφους είναι μια από τις χειρότερες απειλές στη δημοκρατία» εξηγεί ο γενικός γραμματέας τους, Κριστόφ Ντελουάρ, «όταν υποβαθμίζεις την αξία της δημοσιογραφίας, παίζεις με μια επικίνδυνη πολιτική φωτιά».

Σε μια συνέντευξη, μετά τη δολοφονία Κούτσιακ, ο Ντελουάρ είπε πως όταν η πολιτική ηγεσία κάνει συνεχώς επιθετικές δηλώσεις για τους δημοσιογράφους, δεν μπορούμε να πέφτουμε από τα σύννεφα όταν πέφτουν θύματα βίας. Ας φανταστούμε τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε αν έκανε την ίδια δήλωση στην Ελλάδα, τη χώρα που κοντεύει να περάσει ως κανονικότητα τα βρισίδια των υπουργών της.