Εδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο για πολιτικός μηχανικός, όπως ήταν το όνειρο του πατέρα του, αλλά δεν πήγε καν να δει τα αποτελέσματα. Δοκίμασε την τύχη του στο γρασίδι των γηπέδων και κατάφερε να φτάσει ως παίκτης στην κανονική ομάδα του Παναθηναϊκού. Το αστέρι του έμελλε να λάμψει στο θεατρικό σανίδι και στην κινηματογραφική οθόνη. Και ο ίδιος να αναδειχθεί σε έναν από τους κορυφαίους κινηματογραφικούς ηθοποιούς, πρότυπο ζεν πρεμιέ, πρωταγωνιστή και θιασάρχη στο θέατρο, αλλά κι έναν από τους πιο επιτυχημένους διευθυντές του Εθνικού Θεάτρου (1995-2007), ανταποδίδοντάς του κατά κάποιον τρόπο την παιδεία που του προσέφερε η Σχολή του Εθνικού, από την οποία αποφοίτησε, και τα εφόδια που του έδωσε.

Το προφίλ του ηθοποιού που έμεινε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου μέσα από τη σπαρακτική κραυγή «όχι άλλο κάρβουνο», του Ελληνα που έφτασε να είναι υποψήφιος για τα θεατρικά βραβεία Τόνι (αντίστοιχα των κινηματογραφικών Οσκαρ), του πρώτου θεράποντος της θεατρικής τέχνης – κι ενός από τους λίγους – που αγόρασε το θέατρό του (Κάππα), του νεαρού σπουδαστή που ήταν παρών στην ορχήστρα της Επιδαύρου ήδη από το 1954, μία χρονιά πριν ακόμη ξεκινήσει επισήμως το Φεστιβάλ, ξεδιπλώνεται μέσα από μια ογκώδη και πλούσια έκδοση 470 σελίδων που εξέδωσε το Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννου Σ. Λάτση, υπό την αιγίδα του Εθνικού Θεάτρου, με τίτλο «Νίκος Κούρκουλος, ένας αυθεντικός πολίτης παντός καιρού».

«ΦΙΛΟΣ ΚΑΡΔΙΑΣ». «Το βιβλίο αυτό το επιμελήθηκα με πολλή φροντίδα και μνήμες τρυφερές. Ο Νίκος Κούρκουλος ήταν φίλος καρδιάς δικός μου και του αδελφού μου. Τον αγαπούσα και τον καμάρωνα για το πείσμα να πετύχει τα όνειρά του και για το καθαρό του βλέμμα» σημειώνει ο σκηνογράφος και επιμελητής της έκδοσης Διονύσης Φωτόπουλος, στην οποία συμμετέχουν με κείμενά τους οι Στάθης Λιβαθινός, Ιάσων Τριανταφυλλίδης, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Αλκις Κούρκουλος, Κάτια Δανδουλάκη, Ελένη Αρβελέρ, Ελένη Βαροπούλου, Νικόλας Κυριαλλίδης, Κώστας Τσιάνος, Σωτήρης Χατζάκης, Κάρμεν Ρουγγέρη.

Πρόκειται για μια έκδοση που δεν στέκεται στην επιφάνεια του μύθου, αλλά διεισδύει σε βάθος. Τέμνει μέσα από τα κείμενα σημαντικών ανθρώπων, που σχετίζονται κυρίως με τον κόσμο της υποκριτικής, τόσο την προσωπικότητα όσο και τη συμβολή του στον χώρο της τέχνης, χωρίς να φείδεται όμως των καθημερινών στιγμών, των ανεκδοτολογικών στοιχείων και των μαρτυρίων εκείνων που επιτρέπουν στον αναγνώστη να διακρίνει τη θνητή πλευρά τού μυθικού προσώπου, το οποίο νικήθηκε τελικά το 2007 ύστερα από εξαετή άνιση μάχη με τον καρκίνο.

Αξιολογεί τη θέση του στο θεατρικό στερέωμα – όπως χαρακτηριστικά γράφει ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος, «ο Κούρκουλος έπαιξε δράμα και ειρωνική κωμωδία, αστυνομικό θρίλερ, δικαστικό θέατρο ντοκουμέντου, ρομαντικό, ρεαλιστικό (…) και τραγικό εν υπαίθρω ιδίωμα με το ίδιο κύρος, την ίδια ευθύνη και το ίδιο τεχνικό οπλοστάσιο, που απαιτεί κάθε είδος, και τον ίδιο επαγγελματισμό».

Και ντύνει όλα αυτά μέσα από ένα εξαιρετικά πλούσιο φωτογραφικό υλικό, το οποίο μας αφήνει να κοιτάξουμε τόσο στις λαμπρές στιγμές της επαγγελματικής του διαδρομής – τους 42 θεατρικούς ρόλους και τις 37 κινηματογραφικές ταινίες – αλλά και σε αθέατα για το ευρύ κοινό οικογενειακά στιγμιότυπα, που τον έχουν απαθανατίσει ως στοργικό πατέρα αλλά και ως τρυφερό σύντροφο, είτε με τη Μελίτα, με την οποία παντρεύτηκε το 1966 και απέκτησε δύο παιδιά, είτε με τη μετέπειτα σύντροφό του Μαριάννα Λάτση, με την οποία επίσης απέκτησε δύο παιδιά.

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ – ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ. Μια φωτογραφία που δημοσιεύεται το 1961 σε κάποια εφημερίδα και εμφανίζει τον νεαρό τότε Νίκο Κούρκουλο σε μια κάπως βίαιη θεατρική σκηνή με την Ελσα Βεργή μετατρέπεται σε διαβατήριο. Ο Φιλοποίμην Φίνος που αναζητούσε νέο και άφθαρτο πρωταγωνιστή για τον «Κατήφορο» προσέχει τη φωτογραφία και τον προτείνει στον Γιάννη Δαλιανίδη. Μικρή λεπτομέρεια: ο σκηνοθέτης προσπαθούσε από καιρό να πείσει τον παραγωγό ώστε ο Κούρκουλος να πρωταγωνιστήσει στην ταινία, αλλά εκείνος δεν τον ήθελε επειδή είχε κάνει ντεμπούτο σε «ανάξια» φιλμ, όπως θεωρούσε τον «Μπαρμπα-Γιάννη κανατά». Η φωτογραφία εκείνη όμως ήταν αρκετή για να πειστεί ο Φίνος ότι ο Κούρκουλος ήταν ο ηθοποιός που αναζητούσε. Οι εισπράξεις, που ξεπέρασαν τη χρονιά εκείνη τις αντίστοιχες της ταινίας «Η Λίζα και η άλλη» της Αλίκης Βουγιουκλάκη και κατέστησαν τον «Κατήφορο» την εμπορικότερη ταινία της χρονιάς, τον δικαίωσαν. Την ίδια φωτογραφία είδε και ο κραταιός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Αιμίλιος Χουρμούζιος και είπε: «Αυτόν τον ηθοποιό πρέπει να αποκτήσει το Εθνικό, γιατί το είδος του μας λείπει», για να εισπράξει την απάντηση από κάποιον συνεργάτη του: «Αποφοίτησε από τη σχολή πριν από δύο χρόνια, αλλά κανείς δεν φρόντισε να τον κρατήσει…».

Η διαδρομή του Νίκου Κούρκουλου, που είναι γεμάτη, εκτός από μεγάλες στιγμές, και με μικρές χαριτωμένες λεπτομέρειες (πόσοι θυμούνται, για παράδειγμα, ότι στη θεατρική εκδοχή της «Δεσποινίδος Διευθυντού» κρατούσε τον ρόλο του κ. Σαμιωτάκη που κινηματογραφικά απέδωσε ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ότι στην ταινία «Αδίστακτοι» που του χάρισε το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1965 τραγουδούσε μαζί με τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα Γιάννη Μαρκόπουλο ή ότι έχει παίξει στις παραγνωρισμένες κινηματογραφικές «Ερωτικές ιστορίες» με τη Βουγιουκλάκη σε σενάριο Λούλας Αναγνωστάκη;), περιλαμβάνει κι ένα ακόμη σπουδαίο κεφάλαιο, στο οποίο γίνεται ξεχωριστή μνεία στο βιβλίο. Αφορά τα έργα και τις ημέρες του στη θητεία του ως διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, καθώς ήταν εκείνος που μεταξύ άλλων δημιούργησε την Πειραματική Σκηνή, το Παιδικό Στέκι, το Εργαστήριο Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας, δρομολόγησε την ανακαίνιση του κτιρίου Τσίλλερ, ίδρυσε τη Θερινή Ακαδημία Θεάτρου, διέσωσε και ανέδειξε το βεστιάριο.