«Η Σταχτοπούτα δεν είναι απλώς ένας χαρακτήρας από ένα παραμύθι, αλλά ένας άνθρωπος που αισθάνεται, ζει και η μοίρα του μας κινητοποιεί» είχε πει ο συνθέτης του ομώνυμου αριστουργηματικού έργου, Σεργκέι Προκόφιεφ. Πάνω σε αυτό το όραμα ακούμπησε ο χορογράφος και καλλιτεχνικός διευθυντής των Μπαλέτων του Μόντε Κάρλο Ζαν-Κριστόφ Μαγιό για να αφηγηθεί μέσα από τη δική του κινησιολογική αρχιτεκτονική το διάσημο παραμύθι.

Η ιστορία του κοριτσιού που χάνει τη μητέρα του και περνάει δύσκολα με την κακιά μητριά και τις αδελφές του – εκδόθηκε το 1634 από τον Basile, το 1697 από τον Σαρλ Περό αλλά έγινε  πασίγνωστη από την έκδοση των αδελφών Γκριμ το 1812 – αποκτά μια νέα ζωή με τη διαχρονική ματιά του διάσημου χορογράφου. Αυτός ήταν άλλωστε και ο στόχος του, όπως εξήγησε χθες στη συνέντευξη Τύπου: «Να φτιάξω μια ιστορία που θα μπορεί να σταθεί σε όλες τις εποχές. Να μη χρειάζεται ανανέωση στοιχείων για να είναι επίκαιρη. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που δεν έχω κάνει καμία σχεδόν αλλαγή από το 1999 που πρωτοπαρουσιάστηκε». Ο Μαγιό έχει δημιουργήσει σχεδόν 40 χορογραφίες για τα Μπαλέτα του Μόντε Κάρλο («Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «La Belle», «Le Songe»  κ.ά.), δίνοντάς τους διεθνή ακτινοβολία. Σε όλα έμπλεκε την παράδοση με την πρωτοπορία, αφού για εκείνον δεν είναι διαφορετικές έννοιες. Αλλά το στοίχημα για τον καλλιτεχνικό διευθυντή της διάσημης χορευτικής ομάδας δεν εξαντλείται εδώ. Η δική του «Σταχτοπούτα» δεν είναι συνηθισμένη. Οχι μόνο γιατί δεν θα υπάρχουν στη σκηνή τα κλασικά σύμβολα του παραμυθιού όπως η κολοκύθα, η άμαξα, η καμινάδα. Ο Μαγιό εφηύρε τρόπο να αφαιρέσει από την εικονοποίηση του παραμυθιού το βασικό σημείο αναφοράς του, το γοβάκι: «Μα πώς μπορεί να χορέψει κάποιος με ψηλά τακούνια μπαλέτο; Η δική μας Σταχτοπούτα είναι η μόνη στη σκηνή που δεν φοράει πουέντ και χορεύει ξυπόλυτη! Θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό το σημείο των ποδιών, γιατί είναι αυτά που μας γειώνουν και αυτά στα οποία βασίζονται οι χορευτές. Ετσι δημιουργήθηκε ένα σύμβολο και για τον χορευτή αλλά και για τον κεντρικό ρόλο».

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ. Η μητέρα της Σταχτοπούτας γίνεται η νεράιδα της, η οποία κάνει τα πάντα για να τη βοηθήσει να βρει την αγάπη. Οι αδελφές της και η μητριά στην αφήγηση του Μαγιό δεν είναι κακάσχημες γυναίκες αλλά όμορφες. «Ποιος θα παντρευόταν μια άσχημη όταν πεθάνει η γυναίκα του; Ο πρίγκιπας είναι ένας κουλ τύπος που τον ενδιαφέρει να περνάει περισσότερο χρόνο με τους φίλους του και δεν έχει καθόλου στραμμένη την προσοχή του στον γάμο. Είναι δηλαδή κανονικός!». Αλλά η προοπτική της διαχρονικότητας δίνεται, σύμφωνα με τον καλλιτεχνικό  διευθυντή, και μέσα από εικαστικά στοιχεία που έχουν την υπογραφή των δύο σπουδαίων συνεργατών του: ο Ερνέστ Πινιόν-Ερνέστ δημιούργησε τα σκηνικά και ο Ζερόμ Καπλάν τα κοστούμια. Ο βασικός ερμηνευτικός δρόμος του Μαγιό, που όπως είπε θα χάριζε τη διαχρονικότητα στο έργο του, ήταν η εικονογράφηση των συναισθημάτων.

«Το έργο αυτό χρησιμοποιεί και το «θέατρο εν θεάτρω». Η νεράιδα στην αρχή του έργου μέσα από μια μικρή παράσταση δείχνει στη Σταχτοπούτα  τι πρόκειται να της συμβεί στο μέλλον: «Είναι ένας ακόμα τρόπος να δηλώσω την αντιπάθειά μου προς την Ντίσνεϊ» λέει ο γνωστός χορογράφος, ο οποίος δεν παρέλειψε να δηλώσει θαυμαστής του Δημήτρη Παπαϊωάννου και του Γιώργου Λούκου – τους μοναδικούς Ελληνες που γνωρίζει και είναι το όνομά τους συνδεδεμένο με τον χορό.

INFO

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τηλ. 210-7282.333. Στις 21, 23, 25, 27/12 στις 20.00. Στις 22, 26, 28, 29/12 στις 17.00 και 21.00