Το βιβλίο του Δημήτρη Φεργάδη, στέλεχος για πολλά χρόνια στην εταιρεία Columbia και αργότερα στην EMI, αποτελεί και μια βάση για την ιστορία της «ταλαιπωρημένης» και πολύπαθης ελληνικής δισκογραφίας, σύμφωνα με τον ιστορικό – μουσικολόγο Παναγιώτη Κουνάδη. Μέσα από τις αναμνήσεις του ο συγγραφέας καταφέρνει να οργανώσει το υλικό -στιγμιότυπα, αριθμούς, πωλήσεις, τεχνολογικές καινοτομίες, «πρωταγωνιστές» της εποχής – και να παραδώσει μια ιδιοσυγκρασιακή εκ των πραγμάτων περιγραφή – σημαντική, ωστόσο, ψηφίδα για τη χρυσή εποχή της ελληνικής δισκογραφίας. Για την ιστορία, οι μαζικές ηχογραφήσεις που αφορούν το ελληνικό ρεπερτόριο ξεκίνησαν κατά παράδοξο τρόπο εκτός Ελλάδας. Οι πρώτες ηχογραφήσεις εντοπίζονται στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη (1900-1922) με κενό τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, για να συνεχιστούν στις ΗΠΑ από τους έλληνες μουσικούς – μετανάστες – από το 1917 περίπου μέχρι και το 1930. Μαζικές ηχογραφήσεις στον ελλαδικό χώρο επανέρχονται το 1924 από τις μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες – και την αμερικανική Victor το 1930 – για να σταθεροποιηθούν σε μόνιμη βάση από το 1930-1931 με την ίδρυση και λειτουργία του εργοστασίου της Columbia στον Περισσό.

Αρχή με ένα λάθος

Ο Δημήτρης Φεργάδης αφηγείται στο βιβλίο του την πρώτη καταγραφή του παλιότερου δίσκου που ηχογραφήθηκε στην Ελλάδα – και στην ελληνική δισκογραφία – με την ετικέτα της Columbia και ημερομηνία ηχογράφησης 14 Μαΐου 1908. Σύμφωνα με την έρευνά του τον δίσκο αυτόν των 78 στροφών κατείχε ο συλλέκτης Γιώργος Λούκας και ο τενόρος Μιχάλης Θωμάκος τραγουδούσε τον «Λωτό» και τη «Μαρούσκα». Σύμφωνα όμως με την έρευνα των  μουσικολόγων Παναγιώτη Κουνάδη, Αριστομένη Καλυβιώτη και Ηλία Βολιότη-Καπετανάκη, ο τενόρος Μιχάλης Θωμάκος γεννήθηκε το 1908. Αυτό το στοιχείο αποδεικνύει ότι αποκλείεται το 1908 να είναι έτος ηχογράφησης τραγουδιών από τον Μιχάλη Θωμάκο. Εν κατακλείδι, ο δίσκος DG1 της Κολούμπια με τραγουδιστή τον Μιχάλη Θωμάκο, πιθανότατα ηχογραφήθηκε στον ίδιο χώρο, το ξενοδοχείο Tourist, όμως το έτος 1930 και λίγο πριν από την έναρξη παραγωγής δίσκων στο εργοστάσιο της Κολούμπια στην Ελλάδα. Και αυτό γιατί, όπως αποδεικνύεται από τη σειρά δίσκων και καταλόγων που έχουν στην κατοχή τους ο Αριστομένης Καλυβιώτης και ο Παναγιώτης Κουνάδης, τα prefixew (αρχικά κωδικοποίησης δίσκων) ορίστηκαν ως D (isk)G (reek) – ακολουθεί ο αριθμός σειράς – για τη σειρά δίσκων ελληνικού ρεπερτορίου που άρχισε να παράγεται στο εργοστάσιο της Κολούμπια στην Ελλάδα.

Οσο αξίζει ο… Καλδάρας

Στην έναρξη λειτουργίας  του εργοστασίου της Κολούμπια το 1920 ο αριθμός των εργαζομένων στο εργοστάσιο ανερχόταν στα 40 με 50, οι οποίοι κάλυπταν όλες τις αναγκαίες ειδικότητες για την παραγωγή των δίσκων. Την περίοδο της γερμανικής Κατοχής το εργοστάσιο επιτάχθηκε και οι εργαζόμενοι μειώθηκαν στους 20. Μετά την απελευθέρωση οι ρυθμοί ανάπτυξης επανήλθαν και έως το 1960 η εργατική δύναμη – συμπεριλαμβανόμενων και των διοικητικών υπαλλήλων – ξεπερνούσε τους 200. Οι μεταβολές στον αριθμό των υπαλλήλων, όπως εύστοχα επισημαίνει ο συγγραφέας του βιβλίου, επηρεάζονταν από τις εξελίξεις στη δισκογραφία: μπορεί ώς το τέλος του 1962 να είχε φύγει από την αγορά ο δίσκος 78 στροφών, ο 45άρης δεν είχε πάρει τα πάνω του, διότι το πικάπ ήταν ακριβή υπόθεση για το μέσο εισόδημα. Το κύμα των απολύσεων που προμήνυαν οι εξελίξεις τελικά ανεστάλη χάρη στον Απόστολο Καλδάρα! «Χαίρε νυμφαγωγέ χαραπάροχε! Χαίρε, Χάριτος άγγελε! Χαίρε, φωτός πρωτοφόρον χύμα». Με το τραγούδι «Οσο αξίζεις εσύ» και τον μεγάλο Τσιγγάνο Μανώλη Αγγελόπουλο, ο Απόστολος έβαλε τις πρέσες για μήνες να δουλεύουν στο φουλ. Και εμάς να τραγουδάμε στεντορείως «όσο αξίζεις εσύ». Ετσι. Γιατί τότε οι πλάκες ήταν χειροποίητες. Και ο κόσμος έτρεχε – με το υστέρημά του – να αγοράσει πικάπ. «Χαίρε, Χάριτος χαριέστατε… Απόστολε…».

Ο Πατσιφάς, ο Μούτσης, ο Μητσιάς

«Το βράδυ της 15ης (του 1969) Σεπτεμβρίου, αφού τελείωσα τη δουλειά, επισκέφθηκα μια μπουάτ για ν’ ακούσω, όπως μας συστήσανε, ένα νεαρό με τη… φωνή των επόμενων δεκαετιών. Και έτσι ήταν. Τέλεια. Και όταν πρότεινα στον ευγενή και συνεσταλμένο και εξαιρετικά καλλιεργημένο και ενδιαφέροντα – περίοδο χούντας – ως προέκυπτε από τη συζήτηση νεαρό φοιτητή να μου επιτρέψει να τον γνωρίσω «κάτω» στους υπεύθυνους της εταιρείας. Δεν αρνήθηκε ούτε μου είπε για τις επαφές που ήδη είχε. Εννοείται πως πρώτος τον είχε ανακαλύψει, ποιος άλλος, ο κυρ Αλέκος Πατσιφάς. Ομως… τελικά κατακυρώθηκε – επιλογή του – στην Κολούμπια και στον τόσο ταλαντούχο – «στην Ελευσίνα μια φορά…» -, αιρετικά σοφό νεαρό συνθέτη Δήμο Μούτση. Ηταν «ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη…» ο μεγάλος από τότε, ο σεμνός, ο διαχρονικά αγαπητός, ο ξεχωριστά καλλιεργημένος, ο αβάσταχτα αισθαντικός και δωρικός – έχω και άλλα… – ο μοναδικός Μανώλης Μητσιάς».

«Σ’ ευχαριστώ ω εταιρεία!!!»

Στα σημεία καμπής του δισκογραφικού χρονικού σαφώς θα πρέπει να αναφερθεί και η ημερομηνία του 1970 που ξεκινά η παραγωγή της κασέτας όπου η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων (άνω του 80%) ήταν γυναίκες. Μετά δε την πτώση της χούντας το 1974, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, η Ελλάδα άρχισε να νιώθει «πιο ελεύθερα, πιο δημιουργικά και πιο ελπιδοφόρα για το αναπτυξιακό της μέλλον. Οι πρέσες της Κολούμπια στενάζανε. Το εργοστάσιο με τρεις βάρδιες ακόμα και τα Σαββατοκύριακα δεν προλάβαινε να παράγει ούτε τους δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη. Η αδυναμία ικανοποίησης των παραγγελιών του Αξιον Εστί, της Ρωμιοσύνης και του απλησίαστου δίσκου «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» με τον Γιώργο Νταλάρα δημιουργούσε υποψίες ανοίκειων συμφερόντων». Αυτές οι υποψίες σύμφωνα με τον Δημήτρη Φεργάδη, μοιραία οδηγούσαν – έτσι υποστηρίζεται – σε παρεξηγήσεις και αντεγκλήσεις, για να φτάσουν τελικά να διαρρήξουν συνεργασίες  και αμοιβαίες στηρίξεις δεκαετιών. Εκείνο όμως που πρέπει να τονιστεί είναι πως ο οργασμός αυτός της παραγωγής στην ελληνική δισκογραφία δημιούργησε μια ομάδα προνομιούχων, σχετικά με την εποχή και τις συνθήκες, εργαζομένων.

«Εργαζόμενος που συμπλήρωνε 25 χρόνια δουλειάς λάμβανε ως επιβράβευση για τις υπηρεσίες του «χρυσούν ωρολόγιο» με τη φίρμα της εταιρείας (το μέτρο καταργήθηκε το έτος 1980 και έτσι ο υπογραφόμενος δεν έλαβε)» αναφέρει ο συγγραφέας του βιβλίου. Ο χορός των παροχών όμως δεν σταματούσε εδώ αφού με τη συμπλήρωση δεκαπενταετούς υπηρεσίας δινόταν ανά πέντε έτη δώρο ενός μισθού. Σε γάμους εργαζομένων και σε γεννήσεις παιδιών δινόταν δώρο ένας μισθός, καθώς και ημερήσιο νοσοκομειακό επίδομα σε περίπτωση νοσηλείας του εργαζομένου ή και μελών της οικογένειάς του. Ενα παράδειγμα που δείχνει το μέγεθος της αγοράς με άλλους επαγγελματικούς χώρους είναι πως το 1930 το μεροκάματο ανερχόταν στις 50-70 δραχμές. Στην Κολούμπια από 80 ώς 100 δραχμές.

Επίλογος

Χωρίς αμφιβολία το εργοστάσιο της Κολούμπια για 40 και πλέον χρόνια ήταν το μοναδικό καλά οργανωμένο εργοστάσιο στην Ελλάδα. Σοβαρές ανταγωνιστικές μονάδες εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 με τη Fabel και την GPI (θυγατρική της Polygram – σημερινής Universal) που μπήκαν στην αγορά δυναμικά. Και απέσπασαν ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς. Αλλά δεν ήταν φυσικά αυτός ο λόγος ο οποίος με το πέρασμα του χρόνου έφερε κλυδωνισμούς στον τομέα της δισκογραφίας και μοιραία στην ιστορική εταιρεία.

Η είσοδος του CD στις αρχές του 1991 δρομολόγησε άλλη πορεία στην ιστορία της δισκογραφίας διεθνώς. Και έστω ασθμαίνοντας ακόμη συνεχίζει να διεκδικεί τις δάφνες της…

info

Δημήτρης Φεργάδης,

Με αφορμή την Columbia – η βιομηχανία της Columbia στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα, εκδ. ΚΨΜ