Συνέβη στην Αρκαδία κάποτε, παραμονές κάποιων εκλογών του παλιού καλού καιρού. Τη νύχτα του Σαββάτου, άνθρωποι ενός υποψήφιου βουλευτή γέμισαν τα χωριά με αγγελτήρια της κηδείας ενός άλλου υποψήφιου βουλευτή, επικίνδυνου ανταγωνιστή στη μάχη του σταυρού. Μέχρι να εμφανιστεί, τρέχοντας από χωριό σε χωριό, ο μακαρίτης, οι πρωινοί ψηφοφόροι της Κυριακής πήγαιναν στα εκλογικά τμήματα βέβαιοι ότι ο βουλευτής τους είχε ανάγκη από άλλου είδους σταυρό, όχι εκείνον που μπαίνει στο ψηφοδέλτιο δίπλα στο όνομά του. Fake news! – θα φώναζε ο πολιτευτής, αν ο όρος είχε εφευρεθεί.

Εχουν συμβεί και πολύ χειρότερα, πριν ακόμη γεννηθεί ο Χριστός. Ο μετέπειτα Αύγουστος, ο Οκταβιανός, κατασκεύασε μια fake διαθήκη του Μάρκου Αντώνιου, που θα μοίραζε, τάχα, εδάφη της αυτοκρατορίας στα παιδιά της Κλεοπάτρας. Κι έπειτα έβαλε να την αναρτήσουν στην αγορά και να τη διανείμουν αγγελιαφόροι σε όλη την επικράτεια για να διαβάλει τον αντίπαλό του. Μπροστά σε αυτό, όλες οι fake ιστορίες που χρησιμοποίησε ο Τραμπ κατά της Κλίντον, στις τελευταίες αμερικανικές εκλογές, μοιάζουν πταίσματα.

Ο όρος μπορεί να είναι καινούργιος, λοιπόν. Αλλά το πρόβλημα είναι πανάρχαιο. Και δεν χρειαζόταν πάντα η παρεμβολή μέσων ενημέρωσης για την κατασκευή και τη χρήση, στην αδυσώπητη μάχη για την εξουσία, κατασκευασμένων ψευδογεγονότων. Οχι πως τα ΜΜΕ, από τότε που υπάρχουν, ήταν αθώα του αίματος. Στις δημοσιογραφικές σχολές διδάσκεται πάντα η ιστορία του αμερικανού φωτογράφου που είχε σταλεί στην υπό ισπανική κατοχή Κούβα, με την εντολή να βρει δραματικές, βίαιες ιστορίες ώστε να προετοιμαστεί η κοινή γνώμη για έναν ισπανοαμερικανικό πόλεμο. «Μα δεν συμβαίνει τίποτε εδώ, δεν υπάρχει πόλεμος» έγραψε απελπισμένος στον εκδότη του. Κι εκείνος του απάντησε «στείλε μου εσύ τις φωτογραφίες και θα σου στείλω εγώ τον πόλεμο».

Τι είναι, λοιπόν, τα fake news που εισέβαλαν ορμητικά στη ζωή μας, κατέλαβαν προχθές την αίθουσα του προεκλογικού Κοινοβουλίου και σφράγισαν την αντιπαράθεση Τσίπρα – Μητσοτάκη, με τον δεύτερο να εγκαλεί τον πρώτο ως «αρχιερέα των fake news»; Ενας νέος όρος για ένα παλιό πρόβλημα; Ή ένα καινούργιο φαινόμενο, ένα νέο πρόβλημα;

Ας συμφωνήσουμε πρώτα στον ορισμό. Το ανακριβές ρεπορτάζ, η λάθος πληροφορία, η αναπαραγωγή μιας ανακρίβειας από τη δημοσιογραφία της οκνηρίας, της εντυπωσιοθηρίας ή της προπαγανδιστικής παρεκτροπής δεν είναι fake news. Ούτε τα προεκλογικά ή μετεκλογικά ψέματα των πολιτικών. Ο όρος περιγράφει κάτι άλλο: τη σκόπιμη κατασκευή ενός ψέματος και την ηθελημένη εμφάνισή του ως αλήθεια. Κι αν αυτή είναι μια αρχαία πρακτική, το νέο είναι η πρωτοφανής δυνατότητα που παρέχουν το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για μια δίχως προηγούμενο ευκολία στην κατασκευή του ψέματος και μια δυνατότητα διάδοσής του με μεγάλες ταχύτητες σε μεγάλα κοινά. Παράδειγμα: η (ψεύτικη) είδηση που είχε, υποτίθεται, δημοσιευθεί σε μια ανύπαρκτη εφημερίδα, πως βρέθηκε νεκρός ο πράκτορας του FBI που είχε βρει τα περίφημα e-mail της Κλίντον, αναπαραγόταν με ταχύτητα 100 shares το λεπτό στο Facebook. Αλλο παράδειγμα: η πιο διαδεδομένη, η πιο διαβασμένη είδηση στο Facebook στους τρεις τελευταίους προεκλογικούς μήνες στην Αμερική ήταν η κατασκευασμένη είδηση πως ο Πάπας είχε ευλογήσει την υποψηφιότητα Τραμπ. Εκείνες τις ημέρες, άλλωστε, είχε μετρηθεί ότι οι 20 πιο πετυχημένες ψεύτικες, κατασκευασμένες ιστορίες στο Facebook είχαν σχεδόν 9.000.000 αναγνώστες. Πολύ περισσότερους από τις 20 πιο διαβασμένες αληθινές ειδήσεις, που προέρχονταν από έγκυρες πηγές. Κι έπειτα ήρθε ο Τραμπ και τα «εναλλακτικά γεγονότα» του. Κι έπειτα ανακαλύψαμε ότι υπάρχει μια βιομηχανία ολόκληρη που παράγει αδιάκοπα εντυπωσιοθηρικά fake stories, που φέρνουν πολλά κλικ, άρα πολλά κέρδη στους κατασκευαστές τους. Κι έπειτα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πώς λειτουργούν οι αλγόριθμοι στο Διαδίκτυο που καταγράφουν διαρκώς τις προτιμήσεις μας και μας τροφοδοτούν μόνο με ειδησεογραφικό υλικό, με το οποίο προεξοφλούν ότι θα είμαστε ευχαριστημένοι. Μπλέξαμε.

Το θέμα έχει συζητηθεί κατά κόρον τα δύο τελευταία χρόνια σε όλον τον κόσμο. Η τεχνολογία που έδωσε μια καταπληκτική, απελευθερωτική δύναμη στα χέρια κάθε ανθρώπου να συμμετέχει σε πραγματικό χρόνο στη διανομή ειδήσεων, δεδομένων και εικόνων, η ίδια τεχνολογία ισοπεδώνει το ψηφιακό τοπίο, δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι κάθε ανάρτηση είναι ισότιμη, εξίσου πιθανόν να είναι αληθινή ή ψεύτικη. Αποτέλεσμα: μια καθολική δυσπιστία, άρση της εμπιστοσύνης, πολυδιάσπαση του ενημερωτικού τοπίου, κρίση των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης και της επαγγελματικής δημοσιογραφίας. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Pew, το 68% των Αμερικανών εξακολουθεί να χρησιμοποιεί ως πηγή ενημέρωσης τα social media. Το 45% χρησιμοποιεί το Facebook. Παρά την κατακραυγή.

Η λύση στο πρόβλημα, λένε οι ειδικοί, είναι να υποχρεωθούν οι μεγάλες τεχνολογικές πλατφόρμες του Διαδικτύου να αναγνωρίσουν ότι έχουν ευθύνη για το περιεχόμενο που γεμίζει τα sites τους. Και να αντιμετωπίζονται νομικά όπως οι παραδοσιακοί εκδότες στα παραδοσιακά Media – όπου είναι αυτονόητο ότι γνωρίζουμε την πηγή κάθε είδησης, κάθε θέματος, και ότι ο δημοσιογράφος (όχι η μηχανή ή το τρολ) που τη συνέταξε είναι μαζί με τον εκδότη υπεύθυνοι έναντι του νόμου.

Μεγάλη συζήτηση. Το βέβαιο είναι ότι τα fake news είναι ένα πρόβλημα του νέου, ψηφιακού κόσμου, ο οποίος δεν έχει ακόμη τους μηχανισμούς, τα φίλτρα που επιβάλλουν στα παραδοσιακά Μέσα να ελέγχονται για τα ψεύδη τους και να πληρώνουν για τα λάθη τους. Αλλά, όλο και συχνότερα, ακούμε πολιτικούς ηγέτες να χρησιμοποιούν τον όρο fake news με εντελώς άλλη, αντεστραμμένη έννοια. Ως πολεμική κραυγή εναντίον των ενοχλητικών μέσων ενημέρωσης που ασκούν έλεγχο και κριτική. Το κάνει ο Τραμπ κατά κόρον κάθε μέρα. Το έκανε ο Ερντογάν, μέχρι να θέσει υπό έλεγχο όλο το ενημερωτικό τοπίο της Τουρκίας. Το κάνει, δυστυχώς, και ο Αλέξης Τσίπρας.