Ελεύθερος και με τη «σφραγίδα» του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών είναι ο ενεχυροδανειστής Ριχάρδος και οι επτά συγκατηγορούμενοί του που συνελήφθησαν και προφυλακίστηκαν για υπόθεση λαθρεμπορίας χρυσού, το οικοδόμημα της οποίας κλονίστηκε λίγες ώρες μετά την απόφαση για την προφυλάκισή τους.

Οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων, μετά τη διαβίβαση του εγγράφου από την ΑΑΔΕ, μίλησαν για φιάσκο των Αρχών, στηλιτεύοντας τις δημόσιες δηλώσεις του Πρωθυπουργού, ο οποίος έσπευσε να τοποθετηθεί για την υπόθεση και ονομαστικά για τον ενεχυροδανειστή, παρά το γεγονός – όπως επισήμαναν – ότι και γι’ αυτόν, όπως για όλους τους κατηγορουμένους, ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας.

Η υπόθεση αυτή, που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, απέκτησε εκτός από ποινικές και πολιτικές διαστάσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, η χθεσινή απόφαση της Δικαιοσύνης για την αποφυλάκιση των οκτώ κατηγορουμένων επανέφερε στο προσκήνιο τις αιτιάσεις υπερασπιστών που μίλησαν ακόμα και για παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ. Συγκεκριμένα, τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου με ένα βούλευμα που – κατά νομικούς κύκλους – επιχειρεί να τηρήσει λεπτές ισορροπίες άνοιξαν την πόρτα της φυλακής για τους προφυλακισμένους κατηγορουμένους. Στον ενεχυροδανειστή και τον τούρκο συγκατηγορούμενό του επέβαλαν εγγυοδοσία 200.000 ευρώ στον καθένα, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα. Στους άλλους έξι συγκατηγορουμένους του επέβαλαν τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα.

Οι δικαστές αποτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των νομικών διατάξεων και παραδοχών στο βούλευμά τους καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για τις κακουργηματικές πράξεις που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο, αφού παρά τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς τους συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι έχουν τελέσει τις διωκόμενες αυτές πράξεις, ιδίως ενόψει του ότι οι κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού, αργύρου κοσμημάτων, ρολογιών και λοιπών τιμαλφών, που βρέθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών που διενεργήθηκαν σε οικίες, καταστήματα και οχήματα καθώς και στο πλαίσιο σωματικών ερευνών, βρέθηκαν στην κατοχή των κατηγορουμένων και προορίζονταν για εξαγωγή προς την Τουρκία, όπως το τελευταίο συνάγεται από προηγούμενη όμοια εξακολουθητική δράση τους, χωρίς να προκύπτει για αυτά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευσή τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση φόρων, δηλαδή ΦΠΑ (ενδεχομένως), ειδικού φόρου πολυτελείας, με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα».

Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση το έγγραφο της ΑΑΔΕ δεν στοιχειοθετείται το κακούργημα της λαθρεμπορίας, λόγος για τον οποίο η ανακρίτρια που τους προφυλάκισε πρώτη έδειξε τον δρόμο για την αποφυλάκισή τους.

Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ. Ιδιαίτερο κεφάλαιο στη λειτουργία των ενεχυροδανειστηρίων αφιερώνει η εισαγγελέας στην πρότασή της περί αποφυλάκισης των κατηγορουμένων. Συγκεκριμένα, η εισαγγελέας αναφέρει: «Γίνεται αντιληπτό ότι στις ημέρες της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων που βιώνει η Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία βρήκαν ευχερές πεδίο δράσεως άνθρωποι οι οποίοι δεν διαθέτουν το ηθικό έρεισμα και υπόβαθρο και χαρακτηριζόμενοι από πλεονεξία και διάθεση ευκαιριακού πλουτισμού μέσω παράνομων τεχνασμάτων και ενεργειών και υπό την προνομιακή θέση που κατέχουν αναζητούν τρόπους οικονομικής εκμετάλλευσης των συνανθρώπων μας. Επ’ αφορμήν αυτής ακριβώς της δράσεως η οποία τείνει να αποτελέσει κοινωνική μάστιγα, η οποία βασανίζει τα ελληνικά νοικοκυριά, ο νομοθέτης επεδίωξε να προστατεύσει το κοινωνικό σύνολο εισάγοντας τον Νόμο 4557/2018 «περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης τρομοκρατίας», από την αιτιολογική έκθεση του οποίου προέκυψε η ανάγκη επέκτασης του πεδίου εφαρμογής του σε επαγγελματικούς κλάδους συμπεριλαμβάνοντας τους ενεχυροδανειστές και αργυραμοιβούς, γεγονός το οποίο επιρρωννύει την πεποίθηση ότι αφενός οι πολίτες όλης της Ευρώπης πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης προστασίας κατά τις συναλλαγές τους, αλλά και το κράτος να μπορεί να ελέγχει τη δράση αυτών των ιδιαίτερων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων».