Τα βιβλία είναι ο εχθρός. Και μαζί η σκέψη, ο προβληματισμός, η αμφιβολία, η αμφισβήτηση. Στο «Φαρενάιτ 451» το θέμα δεν αφορά τη λογοκρισία, πάει πολύ πιο μακριά: όπως κάποτε ρίχνανε τις μάγισσες στην πυρά, έτσι τώρα ρίχνουν τα βιβλία, όλα τα βιβλία… Μέχρι που κάποια στιγμή ο διώκτης έρχεται σε επαφή με τον κόσμο των βιβλίων και αλλάζει στρατόπεδο. Δεν είναι απλό από διώκτης να γίνεις διωκόμενος.

Ο αμερικανός συγγραφέας και σεναριογράφος Ρέι Μπράντμπερι (Ray Bradbury, 1920-2012) ασχολήθηκε με πολλά λογοτεχνικά είδη, κυρίως όμως με επιστημονική φαντασία, έργα τρόμου και μυστηρίου. Εγραψε το «Φαρενάιτ 451» («Fahrenheit 451») το 1953 και, όπως δήλωσε, τρία χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του σε ραδιοφωνικό σταθμό, αφορμή γι’ αυτό το βιβλίο στάθηκε η αγωνία του για το κάψιμο των βιβλίων επί Μακαρθισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το έργο του βραβεύθηκε και μεταφέρθηκε το 1966 στη μεγάλη οθόνη από τον Φρανσουά Τριφό, ενώ το 1982 το BBC το δραματοποίησε ραδιοφωνικά. Ο ίδιος ο Μπράντμπερι έκανε μια θεατρική προσαρμογή του μυθιστορήματός του το 1979, γεγονός που συνέβαλε στην ακόμα μεγαλύτερη διάδοση του «Φαρενάιτ 451».

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανήκει στους σκηνοθέτες που δεν επιλέγουν εύκολα τα έργα που θα ανεβάσουν. Σκέφτονται, προβληματίζονται, πριν καταλήξουν. Τα τελευταία χρόνια αυτό καθίσταται όλο και σαφέστερο μέσα από τις επιλογές του στη σκηνή του Πόρτα. Το «Φαρενάιτ 451» έρχεται να προστεθεί στην αλυσίδα της τελευταίας τριετίας, όπου επιλέγει να δραματοποιήσει λογοτεχνικά κείμενα, σημαντικά και διαχρονικά. Πρώτα ήταν η «Δίκη» του Κάφκα και μετά η «Καντίντ» του Βολταίρου.

Η παράσταση του Μοσχόπουλου επιχειρεί, με μια λιτότητα, να μεταφέρει αυτό το απειλητικό, δυστοπικό μέλλον: άνθρωποι που έχουν πάψει να αντιδρούν, άντρες και γυναίκες που ζουν αποβλακωμένοι, περιφέροντας τα σαρκία τους. Στο σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού κρέμονται από ψηλά έξι οθόνες διαφορετικού σχήματος που προβάλλουν ψυχαγωγικά μηνύματα με στόχο τον εφησυχασμό των ανθρώπων. Στο βάθος προβάλλει το σπίτι της ηλικιωμένης γυναίκας που επιλέγει να καεί μαζί με τα βιβλία της, επίσης κρεμασμένα σε στοίβες, και στη δεξιά πλευρά εμφανίζεται το σπίτι του Μόνταγκ, του πρωταγωνιστή – θύτη που γίνεται θύμα. Στη μέση ο χώρος των πυραγών, άντρες και γυναίκες με μια στολή πυροσβέστη, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να κάψουν βιβλία. Πιο πίσω ο χώρος του καθηγητή, που κάποτε σήκωσε το ανάστημά του, αλλά τελικά παραδόθηκε, αδύναμος.

Με σαφές πολιτικό μήνυμα, το «Φαρενάιτ 451» λειτουργεί ως μέσο αφύπνισης, ως καμπανάκι αντίδρασης στον εφησυχασμό, κυρίως για την εποχή που γράφτηκε. Κι αν ισχύει ακόμα και σήμερα αυτός ο συμβολισμός, οι όροι και τα μέσα έχουν αλλάξει. Ισως γι’ αυτό η πραγματικά καλοστημένη παράσταση μοιάζει σαν να στρέφει το βλέμμα της προς τα πίσω.

Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης και η Αννα Μάσχα, ηθοποιοί στέρεοι και ικανοί, υποστηρίζουν τους ήρωες και τις επιλογές τους, διαμορφώνοντας ένα ενδιαφέρον δίπολο. Η Ευδοκία Ρουμελιώτη με τον ρόλο της χαζής συζύγου (που βλέπει πρωινάδικα) εκπλήσσει πραγματικά με τη μεταμόρφωσή της. Στον αντίποδα η Κίττυ Παϊταζόγλου, το κορίτσι που ρωτάει, που ψάχνει και θέλει να καταλάβει. Ο Χάρης Τσιτσάκης ερμηνεύει με πληρότητα τον καθηγητή που δεν μπόρεσε να φτάσει ώς το τέλος.

Το πρόσωπο της Τρίτης

To όνομα της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη

Η παράσταση στην οποία θα πρωταγωνιστούσε την τρέχουσα σεζόν ακυρώθηκε. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μαζί με την Αμαλία Μουτούση θα μοιράζονταν τους ρόλους στη «Μαρία Στιούαρτ» του Σίλερ, στη σκηνή του θεάτρου της οδού Κυκλάδων. Η ηθοποιός που εδώ και πολλά χρόνια δεν έχει σταματήσει να παίζει, φθινόπωρο – χειμώνα – άνοιξη – καλοκαίρι, ίσως φέτος κάνει μια αναγκαστική παύση, μια εξαίρεση.

Δεν είναι το μικρό της όνομα που την έκανε να ξεχωρίσει, άμα τη εμφανίσει. Συγχρόνως, όμως, είναι σαν το όνομά της να λειτούργησε ως μαγνήτης και προπομπός μιας διαδρομής που έμελλε να τη διαφοροποιήσει. Από τη Δόξα του Διδυμότειχου όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ώς τη Θεσσαλονίκη, όπου τέλειωσε το λύκειο και άρχισε τις σπουδές – Πολυτεχνείο και δραματική του ΚΘΒΕ, ώς τις πρώτες παραστάσεις με την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, την κάθοδο στην Αθήνα και τη συνεργασία με το Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη, η πορεία της είχε ανοδική τροχιά.

Πρωταγωνίστρια, είτε παίζει τον πρώτο ρόλο είτε εντάσσεται στην ομάδα, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, τέσσερις σχεδόν δεκαετίες τώρα, δουλεύει ακατάπαυστα και σκληρά. Αυστηρή και συνεπής, ξετυλίγει ένα κουβάρι ερμηνειών και επεξεργάζεται κάθε πτυχή, κάθε λεπτομέρεια των ηρωίδων που υποδύεται, όπως στους πρόσφατους ρόλους της οικονόμου, στην «Πλατεία Ηρώων» του Μπέρνχαρντ με τον μονόλογο στη σκηνή που σιδερώνει, αλλά και τον στροβιλισμό της Ατοσσας στους «Πέρσες» του Αισχύλου από τον Αρη Μπινιάρη. Μια ηθοποιός που συνεχίζει να εκπλήσσει, να εξελίσσεται. Πρότυπο για τις νεότερες ηθοποιούς, που θαυμάζουν αυτόν τον συνδυασμό δύναμης και ταλέντου, και μιας γοητείας που δεν άργησε να φανεί και από τις δουλειές της στη μικρή οθόνη – τη «χρυσή εποχή» των σειρών του Κώστα Κουτσομύτη – και όχι μόνο. Ωραία, «μοιραία» και δουλευταρού…

Γι’ αυτό και φέτος επιστρέφει στον κόσμο των ποιητών και της μουσικής και μετά τον «Γκάτσο που αγάπησα», η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, μαζί με τον Μανώλη Μητσιά, θα συνεχίσει, με αφετηρία την αίθουσα του Παρνασσού, στην Πλατεία Καρύτση, την περιπλάνησή της στα τραγούδια: «Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας» είναι ο τίτλος της μουσικής παράστασης που ξεκινά πριν από τα Χριστούγεννα.