Eχουμε ακούσει παραμύθια και παραμύθια. Από αθώα, της γιαγιάς ή του παππού, ώς εκείνα τα παράξενα, αυτού που θέλει να κερδίσει την καρδιά μας, όπως κι αυτού που θέλει να υφαρπάξει την ψήφο μας.

Και, παρ’ όλο που το ‘χουμε φάει με το κουτάλι και το ‘χουμε μάθει το παραμύθι, φαίνεται πως είμαστε αθεράπευτα εθισμένοι μέχρι σημείου που μπορεί να εκδηλώνουμε και σύνδρομο στέρησης όταν δεν υπάρχει παραμυθάς να μας νανουρίσει για να κοιμόμαστε.

Oρθιοι, μάλιστα, αφού γουστάρουμε ιδιαίτερα αυτό το είδος του παραμυθοτύπου που θα μας υποσχεθεί ό,τι λαχταράει η καρδούλα μας, λεφτά, διορισμούς, ρουσφέτια, μεγαλεία, ώς πρωταθλήματα ή διακρίσεις παντός τύπου, υποσχέσεις κυρίως μουσαντένιες. Και που ξέρουμε μάλιστα, ως πανέξυπνος και ευλογημένος λαός που είμαστε, ότι όλα αυτά είναι φούμαρα, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε επίσης απ’ όλα αυτά τα ωραία και λαχταριστά τι θα πάρουμε στο τέλος.

Αλλά ας σταματήσω εδώ. Και τον έχουμε, λοιπόν που λέτε, τον Μινχάουζεν κορόνα στο κεφάλι μας, τιμή μας και καμάρι μας, και μάλιστα είμαστε έτοιμοι να πλακώσουμε στις γρήγορες και να καταχεριάσουμε όποιον μας σκουντήξει και ξυπνήσουμε απότομα, πριν πάρουμε αυτό που λέγαμε παραπάνω. Δεν εξηγείται αλλιώς. Θυμηθείτε, σύντροφοι, συναγωνιστές, πόσους τοιούτους ηγέτες, παραμύθες, με ζέση τους ανακηρύξαμε εθνάρχες και εθνικούς ευεργέτες ενώ αντιθέτως μερικούς άλλους που έλεγαν αλήθειες και περιέγραφαν επακριβώς τι πρέπει όλοι μαζί να προσέξουμε, τι είναι καλύτερο για όλους μας να κάνουμε, ποιες ευκολίες και παγίδες πρέπει να αποφύγουμε, τους ξαποστείλαμε από κει που ‘ρθανε. Και δεν τους ξαναείδε ούτε και τους ξανάκουσε ποτέ κανείς.

Θα γνωρίζετε βεβαίως την περίπτωση νέου, φερέλπιδος και λαοπρόβλητου ηγέτη που κάπου σε κάποιους υποσχέθηκε πως θα βγάλει κάτι λαγούς από καπέλα, πως θα τους τελειώσει τους επάρατους προηγούμενους με τις μαλλιαρές ουρές και τα πυρακτωμένα κέρατα – εκτός απ’ όσους τον ακολουθήσουν στη σταυροφορία της κάθαρσης -, πως θα παίζει το όργανό του και θα χορεύουν καντρίλιες οι μισητοί εχθροί της χώρας, πως θα αποκαταστήσει κάθε αδικία και θα άρει την ταπείνωση στην οποία είχε υποβληθεί από μυστήριες ξένες δυνάμεις και τους ντόπιους λακέδες τους ο περήφανος λαός Του.

Επίσης θα έριχνε όπως υποσχέθηκε κι ένα γρήγορο ζβου, μονομερώς μάλιστα, στο επαχθές και επονείδιστο χρέος της ταλαίπωρης, αλλά υπερήφανης χώρας των λωτοφάγων.

Και λωτούς φρέσκους είχε να τους δώσει. Και σπόρους λεφτόδεντρων θα μοίραζε στον αδικημένο λαουτζίκο και χρυσά κουτάλια για να τρώνε και από τους πλούσιους θα έπαιρνε τα ευρά να τα ρίξει για βουταρία στον όχλο. Και δραχμές θα τύπωνε για τη φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι, τους έλεγε κι άλλα πολλά, κι άλλα πολλά.

Στο τέλος, ο καημένος ο νεαρός ηγέτης, την ήπιε, όπως λένε στην ποδοσφαιρική διάλεκτο οι πιστοί της στρογγυλής παραφουσκωμένης θεάς, και το γύρισε στο συρτοτσιφτετέλι ο ίδιος ο οργανοπαίχτης. Χορός εμού του ιδίου, που λένε και υπογράφουν στις επιταγές οι τραπεζίτες, οι στουρνάρες. Αυτήν την ιστορία σάς την είπα για να κατανοήσετε από τι πρέπει να φυλαγόμαστε. Διότι καλόν είναι να παραμυθιάζεσαι, αλλά μέχρις ενός ορισμένου σημείου. Ας μην το παραχέζουμε.

Μάλιστα θυμήθηκα τώρα περίπτωση άλλου παρεμφερούς, ομοειδούς τυπάκου, ο οποίος σιχτίριζε μέρα – νύχτα τους πολιτικούς του αντιπάλους επειδή υποστήριζαν ότι αυτά τα κουφά που λέει στο πόπολο δεν γίνονται και ότι πρέπει όλοι μαζί να εφαρμόσουν σχέδιο εθνικής σωτηρίας για να λύσουν το πρόβλημα της χώρας. Κι αυτός, υπερφίαλος, αλαζών και αλαλάζων, τους αποκαλούσε σάπιους, πουλημένους και δωσίλογους επειδή συμφωνούσαν, τρόπον τινά, στο πρόγραμμα που υποδείκνυαν κάτι ξένοι, δανειστές και φίλοι πανωχωρίτες, που ξέρανε τι και πώς – και που κάτι άλλοι που το εφάρμοσαν σωθήκανε.

Λίγο αργότερα, όταν σφίξαν οι βόλοι και είδε τα δύσκολα, τη μια τούς παρακαλούσε να συναινέσουν για γλουτοβλενώσεις και οπισθοπεθουσίες και την άλλη τους απειλούσε να τους κλείσει στην ψειρού.

Τελικά, τζίφος. Ακόμα τραβιούνται, όλο και χειρότερα μάλιστα, και ο τυπάκος που λέγαμε κι οι λοιποί καπεταναίοι. Ενας άλλος, που έκανε τον γκιουλέκα – όχι τον Κώστα ούτε τον μακαρίτη τον Μίμη… – αφού έπρηξε στα φούμαρα και σε εξοντωτική σανοφαγία τους υπηκόους, στο τέλος αντί για πρόγραμμα εξόδου απ’ την κρίση εφάρμοσε στον εαυτό του κάτι πολύ διαφορετικό, που δεν μπορώ να σας το περιγράψω ακριβώς. Χάλια ήτανε, σας λέω.

Λοιπον, το δίδαγμα είναι να μασάμε παραμύθια, αλλά με ρέγουλα. Οχι να πιστεύουμε τον κάθε νεαρό ψευτο-Αίσωπο και να χάφτουμε τη μια μέρα τα μούσια του και την άλλη τα αντίθετά τους, μετά συγχωρήσεως.

Πού να δείτε έναν άλλον, φύλαρχο στη χώρα των μαύρων, που διατυμπάνιζε πως η φυλή του τον λατρεύει, αλλά δεν κούναγε ρούπι απ’ την καλύβα του μη γίνει καμιά στραβή.

Και ενώ οι πάντες έβλεπαν πως είχε γύρω γύρω κάτι κλούβες με τσοπανόσκυλα να τον φυλάνε, τους έβγαζε όλους τρελούς και, νευριασμένος, επέστρεφε στον πλούσιο μπουφέ του, έπνιγε την οργή του στη σαμπάνια και ηρεμούσε με καπνιστό σολομό καπνίζοντας κι ένα πούρο – από τα καλά που του είχε δωρίσει άλλος λαοπρόβλητος και λατρεμένος φύλαρχος.

Μακριά, βέβαια, πολύ μακριά από μας όλα αυτά, ευτυχώς.

Γι’ αυτό σας λέω, τα παραμύθια δεν είναι για χόρταση.