Αν κάποιος έλεγε ότι συμβαίνει πρώτη φορά θα μπορούσε δικαίως να κατηγορηθεί για φτηνή αντιπολιτευτική προπαγάνδα: η ενίσχυση της παροχολογίας την παραμονή εκλογικών αναμετρήσεων αποτελεί ένα οικείο γνώρισμα της ελληνικής πολιτικής ζωής. Είναι όμως η πρώτη φορά που αυτή η τακτική διαφημίζεται ως αριστερή.

Αυτό που ενδιαφέρει την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι προφανές: να καλοπιάσει όσο το δυνατόν περισσότερα στρώματα του πληθυσμού ώστε να αποφύγει ένα εκλογικό Βατερλώ. Γι’ αυτό και ανήγαγε σε σημαία της την επιστροφή επιδομάτων και τη μη περικοπή των συντάξεων, επιχειρώντας μάλιστα να εκμεταλλευθεί αυτή την «επιτυχία» για να καταγγείλει την αντιπολίτευση και να αντλήσει μικροκομματικά οφέλη.

Κανείς δεν θα ήθελε βέβαια μια νέα, οριζόντια μείωση των συντάξεων. Ομως «λεφτόδεντρα» δεν υπάρχουν. Τα ποσά που βάζει σήμερα η κυβέρνηση στις τσέπες των συνταξιούχων ή των ενστόλων από κάποιες άλλες τσέπες τα παίρνει. Για να φτάσει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,9%, έχει υπερφορολογηθεί η μεσαία τάξη. Και για να δοθούν παροχές εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, περικόπτονται οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

Η ανάπτυξη και οι μεταρρυθμίσεις θυσιάζονται στον βωμό της κάλπης: αυτό είναι το μήνυμα του προϋπολογισμού που κατατέθηκε χθες στη Βουλή. Κι αν η Κομισιόν τον ενέκρινε, αφού θέλει επειγόντως να κλείσει το ελληνικό μέτωπο, δεν παρέλειψε να επισημάνει την καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων, προειδοποιώντας ότι για να ενεργοποιηθούν τα μέτρα για το χρέος πρέπει να προχωρήσουν και οι συμφωνημένες διαρθρωτικές αλλαγές.

Δεν συντρέχουν λοιπόν λόγοι πανηγυρισμών. Αναδεικνύεται αντίθετα, όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ, ένας σοβαρός κίνδυνος εγκλωβισμού και καθήλωσης της οικονομίας. Αλλά η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει άλλο χρόνο.