Είμαι από αυτούς τους καταραμένους (βαριά λέξη για έναρξη κειμένου το ξέρω, παρ’ όλα αυτά την κρατώ) που δεν έχουν όνειρα.

Που δεν ονειρεύονται στον ύπνο τους βασικά, απλά κοιμούνται. Και βαθύ σκοτάδι,  κενό μέχρι την επομένη. Ούτε καν αυτή την ανήσυχη μεν, ησυχία δε που σου προσφέρει ένας εφιάλτης. Αυτή του ότι είσαι παρ’ όλα αυτά ζωντανός. Οχι, ούτε καν αυτό, απλά σκοτάδι..

Καμιά φορά, καμία πτώση στο κενό έρχεται να δώσει λίγο ζωή σε αυτό το μαύρο. Να του δώσει μια τρίτη διάσταση. Ή ένας απλός φόβος, χωρίς λόγο. Μια ανησυχία αόριστη που ξυπνώντας μεταφράζεται σε μια απλή ανάγκη, φυσική.

Ολοι μου λένε πως «αποκλείεται!», βλέπω όνειρα και απλά δεν τα θυμάμαι. «Κάτι; Τίποτα; Μα τίποτα; Πώς γίνεται; Τόσο ήσυχος είσαι; Δεν σε απασχολεί τίποτα;». Δεν είμαι καθόλου ήσυχος και όλα με απασχολούν δυστυχώς, δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, ίσως έχω χαλάσει. Ισως δεν δουλεύω πια. Ή μάλλον το «υποσυνείδητό» μου να μην επικοινωνεί με κανέναν τρόπο με μένα. Να έχω ξεραθεί. Ποιος ξέρει;

Δεν ήμουν πάντα έτσι. Παλιά θυμάμαι κάτι είχα δει. Μια φορά τη μαμά μου ως Οφηλία πνιγμένη σε ένα ποτάμι – τρόμαξα (τότε δεν ήξερα καμία Οφηλία, ήμουν πολύ μικρός, αργότερα, μεγαλώνοντας, σκέφτηκα καθώς την περιέγραφα ότι της έμοιαζε). Μια φορά σε έναν μεσημεριανό ύπνο κάτω από μια κληματαριά, στην Ουρανούπολη Χαλκιδικής, πως ήμουνα σε συναυλία των Beatles και μια άλλη φορά, χωρίς να θυμάμαι τι έβλεπα, ξεσήκωσα μια ολόκληρη κατασκήνωση στο πόδι με τις επί ώρα υπνοβασίες μου.

Αλλά στον ξύπνιο μου… Θεέ μου, στον ξύπνιο μου! Δεν σταματώ να θέλω και να φαντάζομαι πώς θα είναι το ένα και το άλλο. Ακόμη και μέσα στην ασχήμια ονειρεύομαι κάτι πιο όμορφο και το βλέπω κιόλας. Διαβάζω κάτι και είμαι εκεί για λίγο. Εχω και άποψη πώς ήταν.

Ενα μικρό παιδί ίδιο με μένα να τρέχει μέσα στα σκουπίδια μιας πόλης με πλαστικούς ανθρώπους που θέλουν να γίνουν κανονικοί, μα δεν ξέρουν πώς. Ποτέ δεν σκέφτηκαν μόνοι τους, ήταν πάντα προϊόν ανακύκλωσης, κάποιας 0,04 ευρώ αξίας σακούλας ή κάποιου μπουκαλιού 500 ml νερού, που τσαλάκωσε και επιμελώς πέταξε στην ανακύκλωση κάποιος τουρίστας για να προκύψει αυτός. Και το μικρό παιδί να τρέχει σε αυτόν τον ζωντανό εφιάλτη γιατί θέλει να έχει όνειρα και αυτό, και φαντασίες, και η πλαστικοποιημένη μπούρδα που το περικλείει συνεχώς του αφαιρεί το οξυγόνο, για να καταλήξει άλλη μια ταυτότητα – διεθνής και με λατινικούς χαρακτήρες – στην ίδια του την τσέπη. Μεγάλος πια.

(Η προηγούμενη παράγραφος διαβάζεται με μια σχεδόν ανάσα για να γίνει αισθητή – όχι κατανοητή).

Κάπως έτσι.

INFO: Ο Αργύρης Ξάφης είναι ηθοποιός, καθηγητής υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και σκηνοθέτης. Πρόσφατα εξέδωσε και την πρώτη του μετάφραση του έργου «Μόλι Σουίνι» του Μπράιαν Φρίελ. Αυτή τη στιγμή παίζει στις «Δούλες» του Ζενέ, σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις, και στη «Μόλι Σουίνι», σε σκηνοθεσία Ιούς Βουλγαράκη, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.