Την εποχή της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου – Κουβέλη, μια αντιπροσωπεία της ΔΗΜΑΡ πήγαινε με βαριά καρδιά να καταθέσει στεφάνι στο Πολυτεχνείο. Ηταν όλοι βέβαιοι ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μην τους αποδοκιμάσουν – και θεωρούσαν ότι θα ήταν τυχεροί αν δεν έτρωγαν και μερικές ψιλές. Ο πλακατζής της παρέας έλεγε πόσο ωραία θα ήταν τα πράγματα αν υπήρχε ένας τρόπος να πετάξουν το στεφάνι από μακριά, όπως πετούν το λάσο οι καουμπόηδες.

Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον. Οι δημαρίτες, εκείνη την εποχή, ήταν στο κάδρο των διωκομένων. Γερμανοτσολιάδες, μνημονιακοί, προσκυνημένοι στους ξένους, προδότες. Δεν ήταν οι μόνοι. Οι ίδιες κατηγορίες απευθύνονταν στους νεοδημοκράτες, στους πασόκους, σε δημοσιολογούντες που δεν υιοθετούσαν την αντιμνημονιακή – αντισυστημική ρητορική, η οποία έφερε στην εξουσία τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Κυκλοφορούσαν αφίσες με την εικόνα ενοχλητικών δημοσιογράφων που καταζητούνταν από αναρχικά τάγματα εφόδου. Στα πανεπιστήμια έπεφταν γιαούρτια, αβγά αλλά και γροθιές. Και στο Πολυτεχνείο, την επέτειο της γιορτής, συμπυκνωνόταν η δοσολογία. Αλλωστε το Πολυτεχνείο, πολύ νωρίς στη Μεταπολίτευση, με νοηματικές προσθαφαιρέσεις που διαδόθηκαν και στη δημόσια εκπαίδευση, μετατράπηκε σε μια γιορτή της Αριστεράς, η οποία ανανοηματοδότησε την επέτειο.

Και τότε γιατί χθες, πρωί πρωί μάλιστα, προπηλακίστηκαν άγρια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ – ο Φίλης, ο Γαβρόγλου, ο Δρίτσας, ο Τόσκας, ο Σκουρλέτης, ο Ρήγας; Η απάντηση είναι απλή. Επειδή στην εξουσία απομακρύνθηκαν από τα κλισέ της αριστερής ρητορικής, εγκατέλειψαν το αντιμνημονιακό στρατόπεδο και το οιονεί αντιστασιακό αφήγημα. Ως γνωστόν, οι δυνάμεις που δεν έχουν πρόβλημα να ασκούν βία εντός του Πανεπιστημίου μπορούν ανενόχλητες να συνεχίζουν αυτό που γνωρίζουν καλά τόσα χρόνια, πλέον και εναντίον παλαιών συντρόφων τους που, πια, τους θεωρούν αποστάτες.

Λυπηρό και ασφαλώς καταδικαστέο. Αλλά αυτοί που σήμερα μπαίνουν στο στόχαστρο της βίαιης Αριστεράς (και των μπάχαλων, που αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί) έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, ανεχτεί βίαιες ενέργειες εναντίον αντιπάλων τους. Στη χειρότερη, τις έχουν υποκινήσει. Ποιος μπορεί άλλωστε να ξεχάσει τη, μόλις περσινή, συζήτηση στη Βουλή, όπου ο Πρωθυπουργός ρωτούσε τον νεοδημοκράτη βουλευτή Κώστα Τζαβάρα «τι κακό έχουν οι μολότοφ;» και αστειευόταν λέγοντας ότι «εξαρτάται σε ποια μεριά είσαι όταν πέφτουν οι μολότοφ! Εκεί όπου τις ρίχνουν ή εκεί όπου πέφτουν». Στη Μαρφίν, για παράδειγμα, όπου έπεσαν μολότοφ και εμπρηστικές βόμβες τον Μάιο του 2010, οι σύντροφοι του Αλέξη Τσίπρα δεν ήταν μέσα στην τράπεζα. Κι ίσως γι’ αυτό σήμερα κάνουν σαν να μην έχει συμβεί το θλιβερό εκείνο περιστατικό με τους τρεις νεκρούς.

Τα προηγούμενα χρόνια διαδόθηκε μια θεωρητική κατασκευή, σύμφωνα με την οποία «η πολιτική βία είναι φασιστική». Είναι ωραία φράση, κάποτε μπορεί να τη χρησιμοποίησα κι εγώ, αλλά είναι ψευδής. Η πολιτική βία έχει συγκεκριμένα, όχι γενικευτικά χαρακτηριστικά. Μόνο η φασιστική βία είναι φασιστική. Αλλά τις βόμβες στη Μαρφίν, φέρ’ ειπείν, δεν τις έβαλαν φασίστες. Μπάχαλοι με κουκούλες που βγήκαν μέσα από αριστερό μπλοκ αντιμνημονιακής διαδήλωσης τις έριξαν. Τον πόλεμο των μολότοφ κάθε Σαββατοκύριακο στα Εξάρχεια δεν τον διεξάγουν φασίστες, αλλά μπάχαλοι στο όνομα της αναρχοαριστεράς.

Και το ξύλο στην επέτειο του Πολυτεχνείου είναι ένας επετειακός αριστερός χαμηλής κλίμακας εμφύλιος για την ιδιοκτησία ενός συμβόλου.