Oι εξελίξεις μετά τη συζήτηση του Σχεδίου Συμφωνίας μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι ραγδαίες. Ηδη κατά τη συγγραφή του παρόντος έχουν υπάρξει παραιτήσεις δύο υπουργών – συμπεριλαμβανομένου και του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργού για τις διαπραγματεύσεις από πλευράς ΗΒ Ντομινίκ Ράαμπ και δύο υφυπουργών. Οι παραιτήσεις αυτές έρχονται να προστεθούν στις πρόσφατες παραιτήσεις προβεβλημένων μελών της κυβέρνησης, όπως του προκατόχου του Ράαμπ, Ντέιβιντ Ντέιβις, του πρώην υπουργού Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον και του αδερφού του Tζο. Επιπλέον ηγετικά στελέχη της ομάδας του Συντηρητικού Κόμματος υπέρ του Brexit απέσυραν δημοσίως την εμπιστοσύνη τους από την πρωθυπουργό Τερίζα Μέι. Πιθανόν να υπάρξουν και άλλες υπουργικές παραιτήσεις και να κινηθεί η διαδικασία πρότασης δυσπιστίας κατά της πρωθυπουργού από βουλευτές των Συντηρητικών.

Δύο είναι οι κύριοι σκοποί του Σχεδίου Συμφωνίας. Ο πρώτος είναι να δοθούν χρόνος και χώρος για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για τη βασική Συμφωνία που θα διέπει τις σχέσεις του ΗΒ μετά το Brexit. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, θα επιτευχθεί με μια μεταβατική περίοδο που αρχίζει στις 29 Απριλίου 2019 (ημέρα από την οποία παύει, τύποις τουλάχιστον, το ΗΒ να αποτελεί κράτος – μέλος της ΕΕ) και τελειώνει στις 31 Δεκεμβρίου 2020 (άρθρο 126). Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου ουσιαστικά ισχύει το status quo, δηλαδή το ΗΒ δεσμεύεται από τους κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου με τη  μόνη διαφορά ότι το ΗΒ δεν θα βρίσκεται στο τραπέζι της λήψης αποφάσεων. Η μεταβατική περίοδος μπορεί να επεκταθεί με κοινή απόφαση περαιτέρω (άρθρο 132). Ο δεύτερος σκοπός του Σχεδίου είναι να δημιουργηθεί ένα προστατευτικό «εφεδρικό» πλαίσιο που θα μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις στην περίπτωση που δεν συμφωνηθεί το πλαίσιο της νέας σχέσης ΗΒ – ΕΕ εντός της μεταβατικής περιόδου. Το «εφεδρικό» σχέδιο προβλέπει ότι σε περίπτωση μη συμφωνίας ΗΒ και ΕΕ το ΗΒ θα παραμείνει ουσιαστικά εντός της τελωνειακής ένωσης. Χωρίς το «εφεδρικό» πλαίσιο η μη συμφωνία οδηγεί στο λεγόμενο «σκληρό» ή «άτακτο» Brexit και στην επιβολή είτε τελωνειακού συνόρου μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Ιρλανδίας, παραβιάζοντας βασικές παραμέτρους της ειρηνευτικής συμφωνίας της «Μεγάλης Παρασκευής» (που έδωσε τέλος στις συγκρούσεις ανάμεσα στην καθολική και προτεσταντική κοινότητα της Βόρειας Ιρλανδίας), είτε θαλάσσιου συνόρου μεταξύ ολόκληρης της Ιρλανδίας (συμπεριλαμβανομένης και της Βόρειας Ιρλανδίας) και της Βρετανίας, εξέλιξη που θα εκλαμβανόταν ως de facto αποσύνδεση της Βόρειας Ιρλανδίας από τη Βρετανία, κάτι που δεν είναι αποδεκτό από το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP) της Βόρειας Ιρλανδίας, που είναι ο κυβερνητικός εταίρος των Συντηρητικών. Με το «εφεδρικό» πλαίσιο αποφεύγεται η επιβολή «απτού» συνόρου στην Ιρλανδία, αλλά από την άλλη πλευρά το ΗΒ δεν θα μπορεί να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες με τρίτες χώρες, που αποτελεί μία από τις βασικές επιδιώξεις της εξόδου από την ΕΕ.

Το σχέδιο συμφωνίας είναι απίθανο να περάσει από τη Βουλή των Κοινοτήτων και φαίνεται ότι θα καταψηφιστεί και από τους θιασώτες του Brexit που βλέπουν προσπάθεια «βρετανικού τύπου» εκτροχιασμού του Brexit (ουδέν μονιμότερον του… μεταβατικού), αλλά και από τους βουλευτές που θέλουν να σταματήσουν τη διαδικασία εξόδου, οι οποίοι βλέπουν το ΗΒ να μετατρέπεται από συνδιαμορφωτή της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε χώρα – αποδέκτη κανόνων, τους οποίους δεν είναι σε θέση να επηρεάσει.

Τέλος, αυτές οι εξελίξεις αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες για διενέργεια νέου δημοψηφίσματος.

Ο δρ Αρης Γεωργόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Δημόσιου και Ευρωπαϊκού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ