Στα «Παιδιά της Χελιδόνας», που βασιζόταν στο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου, η Μαίρη Χρονοπούλου στον ρόλο της καπετάνισσας Φανής χαρακτηρίζει «φτυσιά» την τιμητική σύνταξη που δικαιούται, την ώρα που βγάζει τα πνευμόνια της σ’ ένα βαφείο για να συμπληρώσει ένσημα. Εχει μείνει άραγε στη συλλογική μνήμη (αν υπάρχει τέτοια) αυτή η σκηνή, όπως θα ήθελε πιθανότατα ο σκηνοθέτης της ταινίας Κώστας Βρεττάκος, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών; Πόσο αντέχουν στον χρόνο οι ήρωες απαλλαγμένοι από την «αίγλη» του παρελθόντος (του Εμφυλίου, εν προκειμένω), την ίδια στιγμή που πασχίζουν να το συναντήσουν με τα σημερινά τους τραύματα;

Τα ταξίδια στον χωροχρόνο, τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που περνούν στη μυθοπλασία, οι μνήμες που συνδέονται με τη διαδικασία της γραφής, ο «υπόγειος» διάλογος με τον πατέρα του Νικηφόρο Βρεττάκο, ήταν τα υλικά που χρησιμοποίησε ο Κώστας Βρεττάκος στον κινηματογράφο, την πεζογραφία και την ποίηση. «Πρέπει να διαλέξω ανάμεσα σε διάφορες εκδοχές» έγραφε στις «Ασκήσεις περιέργειας» (εκδ. Ποταμός, 2016), βιβλίο για το οποίο κέρδισε το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών. «Είτε να κρατήσω μια απόσταση από τον αναγνώστη, χρησιμοποιώντας το κλασικό τρίτο πρόσωπο, είτε να πάρω επάνω μου όλη την ιστορία, υιοθετώντας τον κλειστοφοβικό μονόλογο που παίζει σαν τη γάτα με το ποντίκι με την περιέργειά του». Στο ίδιο μυθιστορηματικό οδοιπορικό, όπου ξεπροβάλλει ως πρωταγωνίστρια η μητέρα του Καλλιόπη Αποστολίδου (1907 – 1997), ο συγγραφέας επιστρέφει στα χρόνια που σπούδαζε κινηματογράφο στη Ρώμη, διάβαζε σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία με λεξικό και άρχισε να μεταφράζει Αντόνιο Γκράμσι. Τις σπουδές αυτές θα εφαρμόσει ύστερα από χρόνια ως σκηνοθέτης ταινιών τεκμηρίωσης – «Το στρώμα της καταστροφής» (1980), «Τα Παρκαβενέικα της Μοντρεάλης» (1984), «Η διάσωση του μνημείου» (1980 – 1986) – και, φυσικά, της μυθοπλασίας «Τα παιδιά της Χελιδόνας» (1987), όπου μαζί με τη Μαίρη Χρονοπούλου έπαιζαν οι Αλέκος Αλεξανδράκης και Βασίλης Διαμαντόπουλος, Στέφανος Ληναίος, Ηλίας Λογοθέτης κ.ά. Από τις σπάνιες στιγμές που ο σύγχρονος κινηματογράφος «επιστρέφει» στον Εμφύλιο και το αντάρτικο, το φιλμ αφηγείται την ιστορία έξι αδελφών από τη Χελιδόνα, διαιρεμένων σε δύο στρατόπεδα. Στα επόμενα χρόνια ο Κ. Βρεττάκος θα εργαστεί ως σύμβουλος Κινηματογραφίας του υπουργείου Πολιτισμού (1989), πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (1991 – 1998) και εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Eurimages, στο Συμβούλιο της Ευρώπης (1991 – 2006).

Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στην «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1963, ενώ ακολούθησαν στις εκδόσεις «Διογένης» οι συλλογές «Ανάριθμα» (1972) και «Ανάριθμα Β’» (1979). Το 2009 κυκλοφόρησε από τον «Ποταμό» το πρώτο πεζό του κείμενο «Περαστικός από το Ρέικιαβικ», ένα βιβλίο ανάμεσα στο ημερολόγιο, την αυτοβιογραφία, το χρονικό και το μυθιστόρημα, που γράφτηκε με αφορμή διάφορες ματαιώσεις πτήσεων και πολύωρες καθυστερήσεις σε ευρωπαϊκά αεροδρόμια.

ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. «Μη με ρωτάς γιατί σαλπάρισα με το «Σαν Μάρκο»/ Ισως, να πάω αλλού δεν είχα/ Ναυάγησα μ’ ένα λεωφορείο της γραμμής/ στην προκυμαία του Τζελέπη/ Ηταν αργά να κάνω πίσω/ όταν μου πήραν τις βαλίτσες απ’ τα χέρια/ Ούτε προσπάθησα ν’ αντισταθώ/ ν’ αλλάξω δρόμο. Οταν χαθείς στην έρημο/ είναι αδιάφορο αν θα σε βρούνε οι ληστές ή/ τ’ αποσπάσματα/ Μη με ρωτάς γιατί σαλπάρισα με το «Σαν Μάρκο»/ Ολα γινήκαν ξαφνικά, όταν εσύ με φώναξες/ με τ’ όνομά μου να γυρίσω πίσω/ κι εγώ αρνήθηκα να σ’ απαντήσω». Τον περασμένο Μάιο κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Πόλις τα νεανικά ποιήματα του Κώστα Βρεττάκου στην «Προστιθέμενη αξία» (απ’ όπου και οι στίχοι του «Σαν Μάρκο»). Ο συγγραφέας, καχύποπτος ακόμη και με όσα «είχε υπογράψει», δεν έκρυψε ότι επρόκειτο για μια ανασκόπηση, τακτοποίηση παλιών λογαριασμών και μια ανάγκη να απολογηθεί με στίχους που εκφράζουν «το τι δεν είμαι». «Ξαναγυρίζω στα βιογραφικά μου στοιχεία κάθε φορά που αλλάζω κρυψώνα. Είναι συνήθειά μου να ανακατεύω συνεχώς το σακούλι με τα λίγα υπάρχοντά μου… Η προσωρινότητα αποτέλεσε πάντοτε την κύρια εσωτερική μου επιλογή. Γι’ αυτό φρόντιζα να ακυρώνω σιωπηρά όλες τις επιτυχίες που είχα κατά καιρούς. Πάντοτε ευκαιριακές, ετερόκλητες, αναπάντεχες, και κυρίως καθυστερημένες. Δεν αποτέλεσαν ποτέ τίτλους αρχής, αλλά κρεσέντο μουσικής για φινάλε εξόδου. Πάντοτε περαστικός».