Η κυβέρνηση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει φροντίσει να ναρκοθετήσει την επόμενη μέρα της νέας κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εθνικές εκλογές. Οι λόγοι είναι προφανώς μικροπολιτικοί. Επιδιώκεται η πρόκληση πολιτικής αστάθειας με ανοικτά κεφαλαιώδη ζητήματα για τη χώρα. Με τον τρόπο, όμως, αυτό υπονομεύεται ο εθνικός στόχος της υπέρβασης της οικονομικής και θεσμικής κρίσης, που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Ως πιο πρόσφατα παραδείγματα έχουμε τη σκοπούμενη συνταγματική αναθεώρηση εν μέσω πόλωσης και σκανδαλολογίας, τις ευθείες παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, τη συντήρηση και υποστήριξη των πελατειακών δικτύων. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε επί μακρόν στα χαρακτηριστικά του συνεταιρισμού εξουσίας που βρίσκεται στη διακυβέρνηση της χώρας. Εχουν αναδειχθεί και είναι εύληπτα σε κάθε πολίτη. Επενδύουν συστηματικά στη λήθη και τη διαστρέβλωση, αφού επιδιώκουν να αποτελούν για τους πολίτες μια μακρινή ανάμνηση όσα συνέβησαν στη χώρα τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και να προσέλθουν στις κάλπες εν μέσω παροχολογίας και σκανδαλολογίας. Ο χρόνος των εκλογών δεν έχει ακόμα αποφασισθεί. Μπορούμε, όμως, με βεβαιότητα να υποθέσουμε ότι η κατά το δυνατόν μακρότερη παραμονή στην εξουσία παραμένει βασική στόχευση.

Το κύριο, όμως, ζητούμενο της επομένης μέρας των εκλογών, όπως αυτό, πλέον, συζητείται και διεθνώς, είναι η διαμόρφωση στη χώρα μιας ευρείας πλειοψηφίας επί των βασικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα καθώς και η πολιτική σταθερότητα. Η καθιέρωση του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής απειλεί την ανάκαμψη της χώρας και ευνοεί εκείνους που έχουν κυνικούς σχεδιασμούς και στοχεύσεις. Η επικίνδυνη αυτή προοπτική πρέπει να ανακοπεί. Απαιτείται μια πολιτική συμφωνία διαφανής προς τους πολίτες και σταθερή μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Η συμφωνία μπορεί να έχει ως αφετηρία τη συναίνεση επί της αλλαγής του εκλογικού νόμου με τρόπο που θα ισορροπεί μεταξύ αναλογικότητας και κυβερνησιμότητας και θα επεκτείνεται στις βασικές θεσμικές αλλαγές σε συνάρτηση με τη συνταγματική αναθεώρηση, στον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης, στην έξοδο της χώρας στις αγορές, στην επιτυχή διαχείριση του υπέρογκου ιδιωτικού χρέους και στην ενίσχυση των δημόσιων αγαθών, που υπονομεύθηκαν όσο τίποτε άλλο τα χρόνια αυτά, δηλαδή της παιδείας, της υγείας και της ασφάλειας.

Η συμφωνία προϋποθέτει την υποστήριξή της από 200 βουλευτές της νέας Βουλής που θα προκύψει, ακόμα και αν η ΝΔ θα διαθέτει, όπως φαίνεται, ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στόχος φιλόδοξος αλλά εφικτός και απαραίτητος.

Για τις πολιτικές δυνάμεις που αντιστέκονται σθεναρά στον εθνολαϊκισμό των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όπως η ΝΔ και το Κίνημα Αλλαγής, που φιλοδοξούν να εκφράσουν λόγο σύγχρονο και να παργάγουν έργο αποτελεσματικό, μόνη προτεραιότητα για το επόμενο διάστημα θα πρέπει να είναι η εντατικοποίηση στη διαμόρφωση και ανάδειξη του προγραμματικού λόγου. Η διαδικασία αυτή φέρνει στην επιφάνεια τα σημεία σύγκλισης και τις κοινωνικές πλειοψηφίες/συμμαχίες που διαμορφώνονται. Πολλοί ρωτάνε επιφυλακτικά «Μα, δεν υπάρχουν, όμως, πλέον ιδεολογίες; Αριστερά και Δεξιά;». Οι σχετικές συζητήσεις, που πρέπει να διεξαχθούν με αμοιβαίο σεβασμό και ειλικρίνεια, δεν μπορούν να περιοριστούν από έναν παρωχημένο αντιδεξιό λόγο ούτε από έναν στείρο και ισοπεδωτικό αντιπασοκισμό. Αλλωστε, ο διαχωρισμός μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς και οι παραδοσιακές ιδεολογικές αντιθέσεις συγκάλυπταν την εμμονή του ελληνικού πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίζει την κοινωνία αποκλειστικά ως πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης. Σήμερα, η συζήτηση πρέπει να αφορά το τι μας συμφέρει ως κοινωνία, ειδικά στα μείζονα ζητήματα που θα αποτελούν και τη θεμέλια λίθο της συμφωνίας. Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη νίκη απέναντι σε όσους επιδιώκουν τη διαίρεση.

Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι νομικός και έχει διατελέσει νομικός σύμβουλος και σύμβουλος στρατηγικής για προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις