Λίγοι πλέον θα διαφωνήσουν σήμερα  (και, εάν κρίνουμε από τη θρασύδειλη διγλωσσία νεοναζιστικών μορφωμάτων, όπως η Χρυσή Αυγή, ακόμη λιγότεροι θα τολμήσουν να παραδεχτούν δημόσια ότι διαφωνούν) πως ο ναζισμός ήταν η επαχθέστερη παραφυάδα του εθνικισμού κατά τον 20ό αιώνα, όχι μονάχα επειδή ευθύνεται για εκατομμύρια νεκρούς – εν προκειμένω, τόσο η Σοβιετική Ενωση του Στάλιν όσο και η Κίνα του Μάο Τσετούνγκ, θέτουν σοβαρή υποψηφιότητα για την πρωτοκαθεδρία στη φρίκη -, αλλά κι επειδή κατάφερε να στιγματίσει έκτοτε όλα τα εθνικιστικά κινήματα.

Δείτε τι όμορφα παιχνίδια παίζει η γλώσσα με τους ανθρώπους και πώς τους καθιστά δικά της υποχείρια (ενώ νομίζουμε, οι αφελείς, ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο). Ο Στάλιν είχε δώσει ρητή διαταγή, κατά την περίοδο του πολέμου, να μην αναφέρεται πουθενά η ναζιστική ιδεολογία ως «εθνικοσοσιαλιστική», διότι η ρίζα «σοσιαλιστική» δημιουργούσε άσχημους συνειρμούς στους Σοβιετικούς, ιδίως σε όσους δεν είχαν μνήμη χρυσόψαρου και στη μύτη τους υπήρχε ακόμη η αποφορά από το δύσοσμο Σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ (σε πλήρη και μακάβρια ισχύ τα πρώτα δύο από τα έξι χρόνια της παγκόσμιας σύρραξης). Ο ίδιος ο Χίτλερ, σε ανύποπτο χρόνο, στην αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας, είχε διακηρύξει ως στόχο του να «κλέψει τον σοσιαλισμό από τους σοσιαλιστές» και ο Στάλιν, καλύτερα από κάθε άλλον, γνώριζε ότι είχε φτάσει πολύ κοντά στο να το καταφέρει. Αντί του όρου «εθνικοσοσιαλισμός» λοιπόν, που φανέρωνε σαν ξετσίπωτος μαρτυριάρης μια προπατορική ιδεολογική αιμομιξία ανάμεσα στους δύο θανάσιμους αντιπάλους, ο Στάλιν προτιμούσε όρους όπως «φασισμός» ή «ναζισμός», έτσι, αμετάφραστους· «ο μεγάλος πατριωτικός πόλεμος εναντίον του φασισμού» ήταν το πιο προσφιλές του μοτίβο.

  Από την άλλη μεριά, για τους δικούς τους λόγους, θ’ ακούσετε τους απανταχού νεοναζιστές ν’ αποφεύγουν επίσης τη μετάφραση του όρου «ναζισμός» στη γλώσσα τους και ν’ απαρνούνται (δημοσίως, βεβαίως, διότι μεταξύ τους δεν παύουν να την τιμούν και να την διακονούν) τη ναζιστική τους κληρονομιά με το έωλο επιχείρημα: «εμείς δεν είμαστε ναζιστές· είμαστε εθνικιστές». Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει αυτή την ηλίθια φράση και από τους δικούς μας λεβέντες; Στα γερμανικά αυτή η φράση, όχι μόνο δεν βγάζει νόημα, αλλά και προδίδει αμέσως τον οξύμωρο χαρακτήρα της. Ακούγεται όπως θα ακουγόταν στα ελληνικά η φράση «δεν είμαστε ναζιστές· είμαστε ναζιστές» ή «δεν είμαστε εθνικιστές· είμαστε εθνικιστές». Βλέπετε, η ρίζα nazi, σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες, παραπέμπει στην ίδια έννοια: στο έθνος. Nation (στα αγγλικά), nation (στα γαλλικά), nation (στα γερμανικά), nacion (στα ισπανικά), nazione (στα ιταλικά). Συνήθως η διαφορά είναι μόνο στην προφορά.

Φυσικά η γλώσσα, παρότι συμβάλλει στην αποκάλυψη (outing) της σκανδαλώδους συγγένειας όλων των σύγχρονων εθνικιστικών κινημάτων με τους ναζιστές προπάτορές τους, δεν μας φανερώνει πολλά πράγματα για την παθογένειά τους. Η αχίλλειος πτέρνα κάθε εθνικισμού, ακόμη και του πιο λυμφατικού, έγκειται στο ότι πρέπει ν’ αποδείξει την «ανωτερότητά» του απέναντι στους υπόλοιπους εθνικισμούς. Εξυπακούεται ότι εσύ δεν μπορείς να είσαι «ανώτερος» εάν οι άλλοι δεν είναι «κατώτεροι»· να είμαστε όλοι «ανώτεροι» δεν γίνεται. Η a priori τοποθέτηση του Χίτλερ υπέρ της ανωτερότητας του γερμανικού έθνους – κατ’ επέκτασιν της άριας φυλής, της οποίας το γερμανικό έθνος υποτίθεται ότι ήταν εξελικτικά το πιο προχωρημένο στάδιο – τον οδήγησε σε μια σειρά από συμπεράσματα που, εάν είχε την ατυχία να ζει ακόμη, θα έστελναν τον Δαρβίνο στον άλλο κόσμο από τα γέλια (παρότι ο ίδιος ο Χίτλερ θεωρούσε τον εαυτό του δαρβινιστή και δη απόστολο του «κοινωνικού δαρβινισμού»). Για τον Δαρβίνο ένα «καθαρό» έθνος, αμόλυντο από επιμειξίες με άλλα έθνη, πέρα από ένα πρωτοφανές παράδοξο στην ιστορία της ανθρωπότητας, θα ήταν ένα έθνος εκφυλισμένων κρετίνων, καταδικασμένο από την εξελικτική διαδικασία σε εξαφάνιση. Το ανάποδο από αυτό που πρέσβευε ο Χίτλερ.

Δεν σταματούσαν όμως εδώ τα προβλήματα από την υιοθέτηση της ναζιστικής ψευδο-επιστημονικής ιδεολογίας. Δεν αρκεί να πιστεύεις εσύ ότι είσαι «ανώτερος» από τους άλλους – εκτός και αν είσαι ψώνιο, οπότε φθάνει και περισσεύει. Πρέπει να το αποδεικνύεις καθημερινά και στους άλλους. Στο ρηξικέλευθο βιβλίο του «Υπερδιέγερση – Τα ναρκωτικά στο Τρίτο Ράιχ» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018), ο 48χρονος γερμανός δημοσιογράφος Norman Ohler αποδομεί ταυτοχρόνως δύο μύθους της ναζιστικής εποχής: την «ανωτερότητα» του γερμανικού έθνους και την «ανωτερότητα» του Αδόλφου Χίτλερ. Ηδη από τα πρώτα χρόνια που πήραν οι Ναζί την εξουσία, όφειλες εσύ, ως πολίτης, να επιδεικνύεις την ευεξία σου, την ενεργητικότητά σου και τον ακάματο ζήλο σου. Εάν ήσουν υποτονικός – «νταουνιάρης», θα λέγαμε σήμερα – κινδύνευες να χαρακτηριστείς ως αντικαθεστωτικό στοιχείο (με τον ίδιο διεστραμμένο τρόπο που, αν δεν ήσουν μαυρισμένος καλοκαιριάτικα στην Αθήνα, τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, σήμαινε ότι δεν σε έβλεπε το φως του ήλιου επειδή ήσουν κομμουνιστής πράκτορας και κρυβόσουν). Ενα ισχυρό χημικό ναρκωτικό, η μεθαμφεταμίνη – απαγορευμένη σήμερα σχεδόν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης -, υπό την εμπορική επωνυμία Pervitin και ευρέως γνωστό ως «ναρκωτικό του λαού», ήταν μαζικά διαθέσιμο, ελεύθερο και ασυνταγογράφητο, σε όλα τα φαρμακεία της ναζιστικής Γερμανίας την περίοδο 1933-1938 και συνέβαλε δραστικά στο να «ανεβάζουν στροφές» ακόμη και οι νοικοκυρές (ήταν εξαιρετικά δημοφιλή τα σοκολατάκια με μεθαμφεταμίνη). Αργότερα, με την έναρξη των εχθροπραξιών, το ίδιο ναρκωτικό παράχθηκε σε ασύλληπτα μεγάλες ποσότητες – τριάντα πέντε εκατομμύρια τεμάχια! – και διανεμήθηκε στον Στρατό και στην Αεροπορία. Σύμφωνα με τον Ohler, η διπλή θαυματουργή ιδιότητα της μεθαμφεταμίνης – να σε κρατάει ξύπνιο ακόμη και τρία εικοσιτετράωρα σερί, καθώς και να επαυξάνει θηριωδώς την επιθετικότητά σου – ευθύνεται πολύ περισσότερο για την επιτυχία του Κεραυνοβόλου Πολέμου (Blitzkrieg) από τη θρυλούμενη στρατιωτική ιδιοφυΐα του Αδόλφου. Ετσι κι αλλιώς ο Φύρερ, όπως μαρτυρούν τα στρατιωτικά αρχεία, ήταν αντίθετος προς το blitzkrieg και το υιοθέτησε μόνο κατόπιν εορτής.

Ασφαλώς ο μεγάλος μύθος ήταν ο ίδιος ο Χίτλερ. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν έτρωγε κρέας και στο κρεβάτι πήγαινε μονάχα με τη Γερμανία (άντε, και με την Εύα Μπράουν καμιά φορά). Φανταστείτε λοιπόν αυτόν τον κοσμοκαλόγερο, την ενσάρκωση της «καθαρότητας» στην ανώτερη δυνατή μορφή, να είναι πλήρως εξαρτημένος από τον γιατρό του, έναν σκοτεινό ναρκογιατρό ονόματι Τεό Μορέλ, κι επί χρόνια – ακόμη και πριν τον πόλεμο – να κάνει ενέσεις σχεδόν καθημερινά, πρώτα με κοκτέιλ βιταμινών κι έπειτα με κοκτέιλ αμφεταμινών, εκχυλίσματα από όρχεις ταύρου και της Παναγιάς τα μάτια. Είπαμε. Υπεράνθρωπος, υπεράνθρωπος, αλλά και ο υπεράνθρωπος θέλει την ντρόγκα του.