Τι είναι το «άσπρο» και ποιοι είναι οι λόγοι που το χάνουμε από τη ζωή μας; 

Το αγνό συναίσθημα, η αυθόρμητη σκέψη, η ευπιστία, η αθωότητα, η ελπίδα, η άκριτη χαρά. Μεγαλώνοντας, αρχίζουμε να ζούμε διαρκώς ανάμεσα σε εκπληρώσεις και ματαιώσεις. Προσωπικές, κοινωνικές, επαγγελματικές. Και το άσπρο θολώνει και ή μαυρίζει ή χάνεται.

Υπάρχει μέσα στους στίχους αναφορά στη σχέση με τη μητέρα που μας καθορίζει, σύμφωνα με την επιστήμη της ψυχολογίας. Πότε πιστεύετε ότι ξεμπερδεύουμε από αυτό; 

Αν και το δικό μου βίωμα αποτυπώνεται σε μια καθοριστική σχέση μεν, μη τοξική δε, για να χρήζει «καθαρισμού», πιστεύω πως όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσει κανείς ότι είναι ένας αυτάρκης και αυτόφωτος άνθρωπος τόσο πιο γρήγορα θα πορευτεί ουσιαστικά αποκομμένος και δυνατός. Και ότι οι επιρροές αυτής της σχέσης – θετικές και αρνητικές – είναι προς επεξεργασία που καταλήγει είτε στην αξιοποίηση είτε στην απόρριψή τους. Οπως άλλωστε θα έπρεπε να συμβαίνει και με κάθε σχέση.

Παρατηρώντας την πορεία σας, διαφαίνεται η ανάγκη σας για πειραματισμό. Είναι έτσι ή απλώς φτάνει η στιγμή να γίνει η συνένωση των όσων έχουν συμβάλει για να γίνει αυτό που είσαι;

Κάθε άλλο παρά πειραματισμό έχω στον νου. Η ανάγκη μου είναι να παραμένω πιστή σ’ αυτό που λέει η καρδιά μου και το ένστικτό μου και να βρίσκω κάθε φορά τον τρόπο αυτό να αποκτά υπόσταση, γεγονός που αναπόφευκτα φέρει τη συνένωση εμπειριών, επιθυμιών και βιωμάτων.

Γιατί σας κέρδισε το τραγούδι; Τι πλεονέκτημα έχει σε σχέση με το θέατρο; 

Αν και η πορεία μου στο θέατρο συνεχίζει με σταθερό βηματισμό, το τραγούδι τα τελευταία χρόνια έχει το προβάδισμα. Αυτό γιατί έχει τη δύναμη της αμεσότητας που καταφέρνει να ενώσει ακροατές κι ερμηνευτή, σε έναν κοινό συναισθηματικό τόπο, όπου τραγουδιούνται χαρές, καημοί και πάθη. Και σε εμένα αυτό προσδίδει ελευθερία, καταργεί κάθε μου φόβο και με γεμίζει χαρά και δύναμη.

Ποια ήταν τα μουσικά και τραγουδιστικά σας πρότυπα; 

Υπήρξαν κάποια ακούσματα και καταστάσεις που μοιραία έγιναν πρότυπα, γιατί συνέβησαν σε πολύ μικρή ηλικία και αποτυπώθηκαν ως εξέχοντα και ισχυρά. Η εικόνα που μου έρχεται πρώτη στο μυαλό είναι οι οικογενειακοί μας φίλοι που τραγουδούσαν με την ψυχή τους σαν να μην υπάρχει αύριο. Κι έμοιαζαν οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι του κόσμου. Μεγαλώνοντας, ήρθε η «Λιλιπούπολη», ο «Μεγάλος Ερωτικός», το «Φορτηγό», τα «Λαϊκά της Χαρούλας». Μεγαλώνοντας ακόμα πιο πολύ, οι ακουστικές επιρροές ήταν πολλές, όπως και σε κάθε μουσικόφιλο άνθρωπο, με καθοριστική την επαφή μου με τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά μεταπολεμικά. Ετσι, μοιραία, θαύμαζα και θαυμάζω τον τρόπο της Μπέλλου, της Νίνου, της Χασκήλ. Πλάι σ’ αυτόν του Μανώλη Μητσιά και της Δήμητρας Γαλάνη. Δίπλα σ’ αυτόν της Σαβίνας Γιαννάτου και της Μάρθας Φριντζήλα. Σήμερα, το τραγουδιστικό μου πρότυπο είναι η Sylvia Perez Cruz, με όλα τα προηγούμενα να βαστούν γερά.

Η ιδανική πορεία γι’ αυτόν τον δίσκο ποια θα ήταν για σας;

Να βρει πολύτιμους ακροατές που θα τους αγγίξουν τα τραγούδια και θα τα οικειοποιηθούν σαν να ήταν δικές τους φυλαγμένες μνήμες. Και να «ταξιδέψει» το φυσικό προϊόν από τις ιδιαίτερα προσεγμένες και καλαίσθητες εκδόσεις της Μικρή Αρκτου, σε πείσμα της διαδικτυακής «ανέπαφης» πραγματικότητας που μας κατακλύζει.

info

«Το άσπρο, μαμά, νοσταλγώ» (Μικρή Αρκτος), Σταυρός του Νότου Club, 22, 29/10 και 5/11, στις 21.00)