Ηταν εξίσου αποτυχής όσο και η εποχή της: η Κοινωνία των Εθνών, η οποία ιδρύθηκε το 1919 αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα από αμερικανική πρωτοβουλία, υπήρξε η πρώτη μεγάλης κλίμακας διεθνής προσπάθεια για τη συνεννόηση των κρατών και την αποφυγή των πολέμων. Η κατάληξή της ήταν το ακριβώς αντίθετο: είκοσι χρόνια αργότερα ξεσπούσε ο μεγαλύτερος πόλεμος στην Ιστορία.

Φυσικά, γι’ αυτό, η ευθύνη δεν βαρύνει την ΚτΕ. Βαρύνει τη Γερμανία, η οποία ήδη από την πρώτη ημέρα που ο Χίτλερ κατακτά την πρώτη θέση στις εκλογές ξεκινά μία καθολικά επιθετική πολιτική σε όλα τα μέτωπα και προς κάθε κατεύθυνση: διπλωματικά, οικονομικά, στρατιωτικά και, φυσικά, σε επίπεδο δημοκρατίας, μέσα στην ίδια του τη χώρα. Για το Βερολίνο, η ΚτΕ αντιπροσωπεύει κάτι εντελώς διαφορετικό από ό,τι για όλες τις άλλες χώρες: αντιπροσωπεύει την ήττα στον Α’ Παγκόσμιο και την όντως στραγγαλιστική Συνθήκη των Βερσαλλιών, η οποία ρύθμισε τα μετά του Πολέμου και της οποίας τέκνο είναι και η ίδια η ΚτΕ. Συνεπώς, για τη νέα γερμανική ηγεσία είναι απλώς ζήτημα χρόνου το πότε και πώς θα αποχωρήσει από τις τάξεις της. Και αυτό συμβαίνει τελικά πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι ανέμεναν οι περισσότεροι στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.

 

Η αποχώρηση της Γερμανίας έχει ως αφορμή τη Διάσκεψη Αφοπλισμού τον Οκτώβριο του 1933. Το Βερολίνο δηλώνει έτσι ξεκάθαρα, πρώτον, ότι θα προχωρήσει με όλες του τις δυνάμεις σε επανεξοπλισμό της χώρας και, δεύτερον, ότι αμφισβητεί πλέον επιθετικά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Δηλαδή, ότι προετοιμάζεται για πόλεμο. Συνιστά ουσιαστικά την πρώτη πράξη του Πολέμου. Οπως προκύπτει με ενάργεια και από τα σχετικά δημοσιεύματα των «Αθηναϊκών Νέων» όλη η Ευρώπη έχει συνείδηση πλέον του μονόδρομου στον οποίο κινείται η Ιστορία. Δεν υπάρχει κανείς που να αμφιβάλλει για το τι κάνει η Γερμανία, όμως, πλην του Τσόρτσιλ, δεν υπάρχει και κανείς που να το λέει και ανοικτά – τουλάχιστον σε επίπεδο κυβερνήσεων: άπαντες κάνουν ότι δεν βλέπουν, δίνοντας έτσι στον Χίτλερ το μοναδικό «όπλο» που του έλειπε: τον χρόνο για να προετοιμαστεί στρατιωτικά. Τα δημοσιεύματα της εποχής μιλούν από μόνα τους.